Τετάρτη 21 Μαΐου 2008

Η λογοκρισία ευγενείας και άλλα ...

Πρωτού ξεκινήσουμε την οποιαδήποτε κουβέντα γύρω από τα θέματα πίστης, θα πρέπει να θίξουμε ένα ζήτημα εξαιρετικής σημασίας, το οποίο ωστόσο συνήθως διαφεύγει της προσοχής μας, συνειδητά ή ασυνείδητα. Αυτό έχει να κάνει με το γενικότερο πλαίσιο και τη στάση την οποία ένας (διστακτικός) άθεος τείνει να υιοθετήσει, κάθε φορά που ξεκινάει ένα διάλογο με κάποιον (βαθιά) θρησκευόμενο. Το ζήτημα που θα με απασχολήσει εδώ αφορά σε μια τάση αυτο-λογοκρισίας, την οποία υιοθετούμε προκειμένου να μην προσβάλλουμε την πίστη κάποιου, μια υπέρ του δέοντος δηλαδή αυτοσυγκράτηση στην έκφραση, η οποία καταλήγει τελικά να "νερώσει" μιαν αθεϊστική θέση προς έναν ηττημένο και δειλό αγνωστικισμό. Ως συνέπεια αυτού, απομένει συχνά ένα υπονοούμενο στο τέλος κάθε συζήτησης, πως δηλαδή αν κάποιος αδυνατεί να μοιραστεί το "όραμα" του κάθε θρησκευόμενου, αυτό οφείλεται σε δική του αδυναμία να το κατανοήσει ή να το βιώσει και όχι, αντιθέτως, στην ανοησία ή την ανυπαρξία αυτού του "οράματος". Το μπαλάκι πετάγεται ξανά πίσω στον άθεο - όπως και το βάρος της "απόδειξης ανυπαρξίας" - ο οποίος, αν στερείται επαρκούς αλαζονείας, θα υποχωρήσει σεβόμενος το τεράστιο χάσμα που χωρίζει τον έναν άνθρωπο από τον άλλο: πώς μπορούμε να κρίνουμε με βεβαιότητα αυτό που πραγματικά νιώθει και βιώνει ο άλλος; πώς μπορούμε να μιλήσουμε για ο,τιδήποτε άλλο πέρα από τα δικά μας συναισθήματα; Ωστόσο, χρησιμοποιώντας ως μεζούρα την ίδια τη ζωή των ανθρώπων, δε θα ήταν άστοχο αν υποψιαζόμασταν ότι η πίστη της μεγάλης μάζας δεν έχει να κάνει με κανένα "όραμα" ή "βίωμα", αλλά περισσότερο με μια πολλή καλή παπαγαλία και αναμάσημα μιας πανάρχαιας τσίχλας. Ας μην ξεφύγουμε, ωστόσο, από το ζητούμενο.

Ο Dawkins θίγει εύστοχα το ζήτημα που θέλω να εξετάσω, στην παράγραφο «Ανάξιοι σεβασμού» (ΗΠΘΑ σελ.42). Ας αφήσουμε στην άκρη, για λίγο, το γεγονός ότι όσα περιγράφει αφορούν, ως επί το πλείστον, στις σύγχρονες ΗΠΑ, όπου φαίνεται να διαδραματίζονται εικόνες απίστευτου θεοκρατικού κάλλους. Κάτι τέτοιο δεν το συναντούμε - τουλάχιστον όχι ακόμη και στον ίδιο βαθμό - στην ελληνική πραγματικότητα. Αναγνωρίζω όμως κάτι που με έχει απασχολήσει κι εμένα, σε ένα σωρό συζητήσεις. Αναλογίζομαι με πικρία το πόσες φορές σταμάτησα κάποια συζήτηση (ή πολύ χειρότερα υποχώρησα) είτε από «σεβασμό», είτε για να μην «προσβάλω» τα πιστεύω του άλλου, είτε πάλι γιατί μπορεί και να ‘χε «δίκιο». Είναι αλήθεια πως, αρκετούς από εμάς, μας μεγάλωσαν οι μαμάδες μας με «αρχές» και «ήθος», θεωρώντας πως η θρησκεία είναι ένα άκρως προσωπικό ζήτημα, το οποίο οφείλει να βρίσκεται στο απυρόβλητο και δεν πρέπει να θίγεται. Τι γίνεται όμως όταν η θρησκεία παύει να είναι ένα «άκρως προσωπικό ζήτημα» και διεκδικεί μερίδιο και άποψη στα της κοινωνίας; Τι γίνεται όταν η μισαλλοδοξία, που συνοδεύει συνήθως κάθε δόγμα κι εξ’ «αποκαλύψεως αλήθεια», αποκτά επεκτατικές βλέψεις και υπονομεύει καθετί το «ξένο» προς αυτήν; Οφείλουμε και τότε να «σεβόμαστε» την πίστη του άλλου ή έχουμε χρέος να τη βάλουμε ξανά πίσω στη θέση που της αρμόζει;

Τέλος πάντων, αυτή είναι μια πολύ σοβαρή συζήτηση, είναι όμως μια άλλη συζήτηση. Σε αυτό το άρθρο, θα περιοριστώ σε μία μόνο από τις ύπουλες παγίδες που κρύβει ένας απλός διάλογος πάνω σε θέματα πίστης και οι οποίες έχουν τις ίδιες απαρχές με όσα προαναφέραμε: τις γιαγιάδες μας, τους παπούδες μας και όλη την ελληνική πραγματικότητα που θεωρεί ότι οι χριστιανοί ορθόδοξοι είναι μια ιδιαίτερη κατηγορία πολιτών, που θα πρέπει για κάποιο λόγο να θεωρούνται νόμιμοι κληρονόμοι κάποιας αόριστης (ή και ύποπτης) ηθικής κληρονομιάς κι ότι δε "χωράει" συζήτηση σε αυτά τα ζητήματα. Πρέπει να καταλάβουμε πως είναι, επιτέλους, ανάγκη να αποδεσμεύσουμε κάθε τέτοιο διάλογο από τη δειλία της έκφρασης, την πλεονάζουσα διακριτικότητα του σεβασμού ή ακόμη κι από την ενοχικότητα της προσβολής. Με άλλα λόγια: (α) να μπορούμε να εκφράζουμε τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας, όπως ακριβώς τα νιώθουμε, (β) να απεκδυθούμε τα μπαλώματα μιας μεσοβέζικης διακριτικότητας και (γ) να αποσυνδέσουμε πλέον την όποια υποκριτική ευαισθησία προς τα πιστεύω ενός ατόμου από το ίδιο το άτομο: το να προσβάλουμε μιαν άποψη, με τόλμη κι επιχειρήματα, δε συνεπάγεται σε καμία περίπτωση την προσβολή του ίδιου του ατόμου.

Όλα τα προηγούμενα, τα οποία θα αναλύσω λίγο καλύτερα στη συνέχεια, ίσως κάποιοι να μην τα τηρήσατε και να μην σας απασχόλησαν ποτέ. Τότε δεν απευθύνομαι σε σας, αλλά σε όσους, όμοια με μένα, δίσταζαν πριν από κάθε φράση και ζύγιζαν με περίσκεψη τις λέξεις μια–μια, με τα μέτρα της ευγένειας και τα σταθμά της ευπρέπειας, έτσι ώστε τελικά τα πιο ουσιαστικά πράγματα παρέμεναν στο τέλος της συζήτησης ανείπωτα. Αρχίζω να πιστεύω ότι δεν είναι δυνατό να γίνει ένας διάλογος της προκοπής, στραγγαλίζοντας τις φράσεις μας με πληθυντικούς ευγενείας και "αν μου επιτρέπεται η έκφραση", αντί να τις προικίζουμε σε ρήματα, ουσιαστικά κι επίθετα. Τονίζω φυσικά πώς όλες οι θέσεις, στις οποίες θα αναφερθώ στη συνέχεια, εννοούνται υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει, σε καμία περίπτωση, πρόθεση προσβολής. Αν αυτή επέρχεται, βαρύτατη, έμμεσα αυτό οφείλει να μη μας απασχολήσει καθόλου, εδώ.

Χωρίς περιστροφές ή... περίστροφα!

Είναι επιτακτική ανάγκη, λοιπόν, να πάψουμε να κρυβόμαστε πίσω απ' το δάχτυλό μας. Τι να καλύψει κι αυτό το καημένο; Χρειάζεται να ανοίγουμε τις καρδιές μας με τρόπο που να καθίστανται οι απόψεις μας διαυγείς και ξεκάθαρες, όχι μασημένες και αλλοιωμένες. Γιατί σταματάμε τη κουβέντα μ' ένα χιλιο-ειπωμένο "σέβομαι το δικαίωμά σου στη πίστη" (εννοούμενο) και όχι στο "παρ' όλα αυτά, θεωρώ ότι η πίστη σε κάτι υπερφυσικό είναι μια τεράστια ανοησία, χωρίς καμία βάση" (υπονοούμενο); Γιατί να τραυλίζουμε ένα δειλό "ίσως και να 'χεις δίκιο" και όχι αυτό που αληθινά πιστεύουμε "ίσως και να τα λες αυτά γιατί επαναλαμβάνεις, άκριτα και χωρίς καμία εξέταση, ένα καταγρατζουνισμένο βινύλιο"; Γιατί να συμφωνούμε ότι "η πίστη δεν έχει καμία σχέση με τη θρησκεία που βλέπουμε σήμερα", δηλαδή ότι μπορεί και να είναι κάτι καλύτερο; Τότε με τι έχει σχέση; Με τη θρησκεία των προγόνων μας; Αν μας κολακεύει ο τρόπος με τον οποίον πίστευε η χριστιανικά γαλουχημένη μάζα της βυζαντινής περιόδου, του μεσαίωνα ή της τουρκοκρατίας, τότε είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Μήπως ότι η πίστη δεν έχει σχέση με την οργανωμένη θρησκεία, γενικότερα; Ή μήπως, τελικά, δε δύναται να υπάρξει πίστη ξέχωρα από την οργανωμένη θρησκεία κι αν αποφύγουμε αυτή τη διάκριση ίσως ανακαλύψουμε ότι - όντας "τυφλά" και τα δύο - βγάζουν κατά κανόνα τις χειρότερες πλευρές της ανθρώπινης φύσης: αβουλία, αφέλεια, νωχέλεια, ενοχικότητα, μισαλλοδοξία, υστεροβουλία κι ένα σωρό άλλες;

Δεν θα αναλύσω, ωστόσο, εδώ τίποτε από τα προηγούμενα. Ούτε ισχυρίζομαι, απαραίτητα, πως πρέπει να εκφράζουν όλους τους άθεους ή μισο-άθεους. Αυτό που θέλω να υποδείξω είναι πως όλα όσα ειπώθηκαν, όλες οι αντιρρήσεις και οι πραγματικές σκέψεις, ελάχιστες φορές βρίσκουν την έξοδο προς τα χείλη μας και, συνήθως, εξαντλούμαστε σε μια συμβιβαστική συγκατάνευση κάπου στη μέση, προκειμένου να μη θίξουμε (ή φυσικά να μην θιχτούμε). Ίσως, τελικά, να μη μπορούμε να αποφύγουμε το εκνευριστικό βλέμμμα "κατανόησης" ενός ευγενικού θρησκευόμενου, ο οποίος μας αντιμετωπίζει σα να είμασταν "ξεστρατισμένοι", "πρόβατα απολωλότα" ή τόσο "τυφλοί" στο θείο που πλημμυρίζει "ολοφάνερα" τα πάντα γύρω μας. Ούτε την ανάρμοστη ένταση που φουντώνει στα σωθικά μας όταν διαπιστώνουμε ότι συνδιαλεγόμαστε συχνά με τοίχους, οι οποίοι σε κάθε λογικό επιχείρημα που παρουσιάζουμε είναι έτοιμοι να αντιπαραβάλουν κάποιο... απόσπασμα από "τας Γραφάς". Αν όμως δε μπορούμε ν' αποφύγουμε αυτές τις γραφικές καταστάσεις, ας αποφύγουμε ωστόσο δυο πιο σοβαρές συνέπειες: την περιττή οργή που μπορεί να ξεφύγει από τον έλεγχο και φυσικά τη διπλωματία, ήτοι στη συγκεκριμένη περίπτωση την υποκρισία.

Γύρω-γύρω όλοι στη μέση τα μισόλογα

Ακόμα κι αν φαίνεται να μην υπάρχει κοινό πεδίο συζήτησης, οι απόψεις μας πρέπει να γίνονται σε κάποιο βαθμό σαφείς. Πέρα από την ειλικρίνεια, εξυπηρετούν κι έναν ευρύτερο σκοπό πολιτικής. Καθιστούν την παρουσία μας πρόδηλη σε όσους πιστεύουν ότι η αθεΐα είναι κάποια λέξη ταμπού ή κάποια κατάπτυστη, βδελυρή αμαρτία. Ίσως, ο ιδιάζων ωχ-αδερφισμός της χώρας μας να την έχει καταστήσει εξαιρετικά ανεκτική σε αυτά τα ζητήματα, ωστόσο στο άκουσμα της λέξης "άθεος" εξακολουθώ, συχνά, να αντιλαμβάνομαι εκείνο το "βλέμμα", που ψυθιρίζει "άκουσα καλά" ; Ή μπορεί πάλι να είναι ιδέα μου. Επιπλέον, η αθεϊστική θέση δίνει μια εναλλακτική θεώρηση σε όσους πιστεύουν, απλά, γιατί όλοι πιστεύουν ή γιατί αυτό γράφει στην ταυτότητά τους. Δεν είναι τόσο φοβερό πράγμα να πάψεις να δηλώνεις "χριστιανός ορθόδοξος", αν ουδέποτε συμπεριφέρθηκες σύμφωνα με αυτόν τον τίτλο κι ουδέποτε πίστεψες ουσιαστικά στο περιεχόμενό του! Η αθεΐα δεν είναι κάτι ξένο προς εμάς, δεν είναι κακοήθεια ή αμοραλισμός, ούτε αντιθέτως πανάκεια για τα δεινά των θρησκειών: είναι η φυσική εξέλιξη κι επιλογή ενός νου, ο οποίος διαπιστώνει ότι όσα τον συνδέουν με την πίστη ή τη θρησκεία δεν είναι παρά ένας μιμιτισμός, κενός νοήματος, και μια επιταγή ακάλυπτη, η οποία το μόνο που τον βοηθάει να εισπράξει είναι ένα αίσθημα κοινωνικής (ή υπαρξιακής) ένταξης και ασφάλειας.

Επιπλέον, τα μισόλογα καταφέρνουν άλλο ένα ύπουλο πλήγμα, σε δυο πνεύματα που δεν αντιπαρατίθενται με ειλικρίνεια. Όπως ανέφερα και στην αρχή του άρθρου, εκθέτουν τον άθεο, αφήνοντάς τον μετέωρο στη μέση του πουθενά. Σαν ένα χαμένο παιδί, σαν ένα ανήσυχο πνεύμα, που σύντομα θα βρει το σωστό μονοπάτι, αυτό φυσικά που θα τον οδηγήσει πίσω στην "αγάπη του Θεού". Εκφράσεις όπως "ίσως να υπάρχει Θεός, εγώ πάντως δεν τον διακρίνω πουθενά" μπορεί εσφαλμένα να δώσουν την εντύπωση ότι ο άθεος συζητητής πάσχει, πολύ απλά, από κάποιας μορφής μερική τύφλωση του νου κι ίσως ίσως να χρήζει άμεσης θεραπείας. Το λάθος μπορεί να βρίσκεται στη μετάφραση μιας κατά τα άλλα εξαιρετικά λογικής φράσης. Ίσως να υπάρχει Θεός και δεν τον διακρίνω για τον απλό λόγο ότι πραγματικά δεν ανακατεύεται πουθενά. Πολύ σωστά ο Dawkins, στη σελίδα 40, κάνει τη διάκριση μεταξύ θεϊστών και ντεϊστών. Αλλά μπορεί φυσικά και να μην υπάρχει καθόλου Θεός! Άλλο λάθος γίνεται στη μετάφραση της αμφιβολίας. Όταν αμφιβάλλει ο άθεος αυτό είναι μια έμμεση ένδειξη, μια ελάχιστη υποχώρηση προς την ύπαρξη ενός ο,τιδήποτε. Όταν πάλι αμφιβάλλει ο πιστός, αυτό δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση μια ελάχιστη υποχώρηση προς την αθεΐα, αλλά περισσότερο προς την... αμαρτία. Ο ανοικτός νους όταν προχωρεί ένα βήμα προς το συνομιλητή του, προχωρεί θαρεττά και με συνείδηση ή έστω από ευγένεια. Ο δογματικός νους όταν προχωρεί ένα παρόμοια βήμα, ουδόλως αυτό συνιστά ένδειξη μιας ελάχιστης αποκόλλησης από το δόγμα, αφού ο ίδιος το εκλαμβάνει απλά ως στραβοπάτημα, ως ανθρώπινη αδυναμία. Είναι προφανές, στο σημείο αυτό, ότι το ζητούμενο είναι η προσωπική θέαση (όπου κρύβεται και το ουσιαστικό) και όχι καμιά σκασίλα πειθούς, ποιος κατέχει τη μεγαλύτερη αλήθεια.

Τα μισόλογα, λοιπόν, και η φράσεις που πλανιούνται αφηρημένα στον άερα, αφήνουν πολλά περιθώρια για παρερμηνείες. Τουλάχιστον, ας μην είμαστε εμείς υπεύθυνοι γι' αυτές. Όταν συνειδητοποιήσουμε τι έχουμε στο μυαλό μας και πώς ορίζεται για μας η πίστη και η αθεΐα, τότε καλό θα ήταν να μην αφήνουμε μισές φράσεις και διφορούμενα αποσπάσματα, αλλά να προβαίνουμε σε ξεκάθαρες θέσεις. Όσο πιο διαυγής είναι η σκέψη μας με τόσο μεγαλύτερη ειλικρίνεια θα είμαστε σε θέση όχι μόνο να την εκφράσουμε, αλλά ακόμη και να την αναθεωρήσουμε, εφόσον αυτό καταστεί επιτακτικό, παρουσία ισχυρής επιχειρηματολογίας. Μην ξεχνάμε, ακόμη, ότι οι συζητήσεις γύρω από παρόμοια ζητήματα καταλήγουν, συχνά, σε παιχνίδι εντυπώσεων και λογοπαιγνίων, παρά ουσίας. Αρκεί να θυμηθούμε χαριτολογήματα, του τύπου: πού βρίσκεται το κόμμα στη φράση "πίστευε και μη ερεύνα", για να καταλάβετε τι εννοώ. Αν θέλουμε να είμαστε, λοιπόν, τίμιοι συνομιλητές θα πρέπει, ανά πάσα στιγμή, να είμαστε σε θέση να φωτίσουμε τις απόψεις μας, όπως ακριβώς τις πιστεύουμε, χωρίς πλεονάζουσα γλυκύτητα, αλλά μήτε φτηνό σαρκασμό.

Δικαιώματα και δικαιώματα

Εδώ τώρα θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε μια για πάντα μια παρεξηγήση, η οποία κατ' εμέ θα έπρεπε να θεωρείται ευνόητη σε κάθε πολίτη δημοκρατίας, ωστόσο η μικρόνοια, η μικροψυχία αλλά και η ανασφάλεια μας ωθεί συχνά σε πρόχειρες καταδίκες. Η παρεξήγηση αυτή εμφανίζεται όχι μόνο στα θρησκευτικά αλλά σε πληθώρα ζητημάτων. Ας γίνω, λοιπόν, σαφέστερος.

Υπάρχει μια διαφορά, δυσδιάκριτη σε αρκετούς, ανάμεσα στο δικαίωμα κάποιου να εκφράζεται ελεύθερα και στην άποψη που έχουμε για το περιεχόμενο των λόγων του. Ας υποθέσουμε ότι, με αδιαμφισβήτητα κόσμιο τρόπο και δομημένα επιχειρήματα, κάποιος εκφράζει τη συμπάθειά του προς το φασισμό, το ρατσισμό, την παιδοφιλία, το σατανισμό, κλπ. Όσο κι αν μας σοκάρει το περιεχόμενο των παραπάνω επιλογών, στο βαθμό που δεν υλοποιούνται συνιστώντας μια παράνομη πράξη, θα πρέπει να έχουμε το θάρρος να τα ανεχόμαστε και - μάλιστα εκεί θα κριθεί και η κοινωνική μας ωριμότητα - να τα αντιμετωπίζουμε ανοιχτά, με ψυχραιμία και ισχυρή επιχειρηματολογία. Δεν μπορώ να κατανοήσω γιατί θα πρέπει να ανεχόμαστε τον κρυπτο-ρατσισμό, το κρυπτο-μισογυνισμό και τα σχετικά, παρά να γνωρίζουμε ανοιχτά με τι έχουμε να κάνουμε, κάθε φορά, και με τιμιότητα να συνδιαλεγόμαστε μαζί του. Κι αν τα παραπάνω έχουν, υπό κάποια έννοια, να μας πουνε κάτι περισσότερο για το ποιόν των ανθρώπων που τα εκφέρουν ή πάλι αντιπροσωπεύουν μιαν άμεση ή έμμεση απειλή, ας αναλογιστούμε περιπτώσεις περισσότερο αμφιλεγόμενες και παρεξηγημένες, όπως η ομοφυλοφιλία, η αθεΐα, ο αναρχισμός, κλπ. η οποίες δεν έχουν ουδεμία σχέση με την ποιότητα του ανθρώπου, με όρους απειλής.

Τα συμπέρασματα στα οποία θέλω να καταλήξω είναι τα εξής δύο: (α) να πάψουμε, επιτέλους, να εκλαμβάνουμε τις αντίθετες απόψεις ως άμεση προσβολή και απειλή, όταν ο τρόπος διατύπωσής τους δεν αφήνει υπονοούμενα για κάτι τέτοιο, και (β) να πάψουμε την έκπτωση των πιστεύω μας, προκειμένου να μην προσβάλουμε ή να γίνουμε αρεστοί κι ευκολοχώνευτοι!

Αλλά, σκεπτόμενοι τώρα αντιστρόφως, αποδοχή το δικαιώματος ελευθερίας του λόγου, δε σημαίνει και αποδοχή του λόγου καθαυτού. Κατανοώ και δεν κατανοώ γιατί οι άνθρωποι έχουμε την τάση να ταυτίζουμε τα πιστεύω μας με τους εαυτούς μας, ενώ δεν είναι σε καμία περίπτωση έννοιες ταυτόσημες. Έτσι το να σέβεται κανείς το δικαίωμα κάποιου στην πίστη, δε τον δεσμεύει σε καμία περίπτωση ώστε να σεβαστεί και την ίδια την πίστη! Έχει το δικαίωμα να εκφέρεται ως προς το περιεχόμενό της πίστης καταδικαστικά, υποτιμητικά, απαξιωτικά, ειρωνικά, είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο θεωρεί πρέποντα, ο οποίος δεν είναι φυσικά κενός νοήματος αλλά συνοδεύεται από κατάλληλη επιχειρηματολογία και υπόκειται σε εξέταση. Και, βεβαίως, δε συνιστά άμεση προσβολή κατά του ατόμου. Το αυτό δικαίωμα - εννοείται - θεωρώ κατ' αντιστοιχία και για τους πιστούς.

Συνεκδοχικά, αν πει κανείς ότι θεωρεί την πίστη σε κάποιο προσωπικό θεό μια μεγάλη ανοησία / αφέλεια / ως κάτι επικίνδυνο, αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι θεωρεί ανόητο / αφελή / εγκληματία κάθε άνθρωπο που πιστεύει σε θεό. Και ως τέτοια, φυσικά, θα πρέπει να εκλαμβάνεται η μη-πρόθεση από το συνομιλητή του. Όπως, επίσης, δεν υπάρχουν πάντα εναλλακτικοί τρόποι να εκφράσεις μερικά πράγματα: αν η γνώμη μου για κάτι είναι πως πρόκειται για μια μεγάλη χαζομάρα, δεν υπάρχει ηπιότερος τρόπος να ειπωθεί, παρά πως πρόκειται για μια μεγάλη χαζομάρα. Αν πω, ας πούμε, ότι "δε θεωρώ τη θρησκεία σαν κάτι ιδιαίτερο καλό", απλά λέω άλλο πράγμα!

Φυσικά και καταλαβαίνω το πόσο εύκολα μπορεί να θεριέψει η ένταση σε μια συζητήση πάνω σε θρησκευτικά ζητήματα, ανάλογα βεβαίως με το είδος των συνομιλητών και την καλλιέργειά τους. Ό,τι προσπάθησα να καταστήσω σαφές, σε τούτο το άρθρο, είναι πως ο διάλογος αυτός δεν είναι απαραίτητο να ακολουθεί πάντα τη μέση οδό, να είναι δηλαδή συμβιβαστικός, ούτε επίσης να φείδεται σε ευθύτητα και ειλικρίνεια. Αλλά οφείλει, αντιθέτως, απεξαρτημένος από τις εύκολες λύσεις της υποκριτικής ευγένειας, του αφελούς σεβασμού ή της δήθεν προσβολής να αποκαλύπτει τα αληθινά πρόσωπα των συνομιλητών και, συνεκδοχικά, να τους φέρνει ενώπιον της ουσίας της αντιπαράθεσης ή, πολύ περισσότερο, ενώπιον του εαυτού τους...