Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου 2017

Μεταφυσική μετά Φυσικής ...

Πρόλογος

Έχω πάρει φαλάγγι το Αντίφωνο, τελευταία, αλλά δε γίνεται από καμία επιθετική διάθεση. Ίσα-ίσα, το παρακολουθώ χρόνια με σχετικό ενδιαφέρον κι εκτιμώ βαθιά, ένα μέρος του χώρου που αντιπροσωπεύει. Πως εκτιμώ δε σημαίνει και πως συμφωνώ. Οι άνθρωποι, ωστόσο, ετούτοι αποζητούν με πάθος ένα νόημα ή μια λογική, μέσα στις περιδινίσεις της ύπαρξης. Ο Θεός τους δεν έχει καμία σχέση με μένα κι όμως, πολλές από αυτές τις προσπάθειες να τον συλλάβουν γίνονται, συχνά, με λεξιλόγιο που κατανοώ. Με μουσική που αντηχεί εντός μου, γνώριμη.

Μέσα απ' τις σελίδες του προσπαθώ, επιπλέον, να κρατώ στοιχειώδη επαφή με κάποιους προβληματισμούς και μια μορφή σύγχρονης θεολογικής σκέψης. Όχι "θεολογικής" με την ακαδημαϊκή έννοια, αλλά με την άλλη, την απλή. Μπορούμε να την πούμε και "τίμια". Που δε φιλοδοξεί (συνήθως) εμβριθείς, φιλολογικές και φιλοσοφικές ακροβασίες, με αφορμή την κλίση ενός ρήματος ή κάποιο σημείο στίξης των ιερών κειμένων. Παραμένει πιστό στις γνήσιες ανάγκες μιας χριστιανικής καρδιάς, μεταξύ πίστης και αμφιβολίας, αγάπης και τύπων, παράδοσης και ουσίας. Καταφέρνει, εν γένει, να διατηρεί πολύ καλά τις ισορροπίες, ανάμεσα στην αφέλεια της παιδικά συμφεροντολογικής πίστης ή τη δυσκοιλιότητα της κομπλεξικής μικροψυχίας - ελαττώματα, στο κάτω-κάτω, αναρίθμητων πιστών ανά την υφήλιο - από τη μία, και το μετρημένο, ουσιαστικό και ταπεινό λόγο, από την άλλη.

Συχνά, φαίνεται σα να υποτιμώ την πίστη, αλλά δεν υποτιμώ καθόλου τους ανθρώπους που τη φέρουν. Εκφράζομαι, απλά, με την ειλικρίνεια που σκέφτομαι. Υποτιμώ ένα είδος πίστης, πιθανότατα το πιο συνηθισμένο, όπως χλευάζω τον εαυτό μου, όταν καμιά φορά αφήνω τη μητέρα μου να με ξεματιάζει. Η χλεύη μου, αυτή η θρασύδειλη που ταμπουρώνεται καλά-καλά πίσω απ' την ανωνυμία, θα κατέρρεε με ζεστό χαμόγελο, ωστόσο, απέναντι σ' έναν πραγματικό συνομιλητή. Παρ' όλα αυτά, εκείνο που περισσότερο με κρατάει πιστό στο Αντίφωνο, είναι η κοινότητα μιας σκέψης που αναδύεται μέσα από τόσο διαφορετικές αφετηρίες και οι άνθρωποι, που την αντανακλούν. Μια ζεστή "συμμορία" σκεπτόμενων ανθρώπων, οπως πχ. ο Θεόδωρος Ζιάκας, για τον οποίο "ευλογώ" το Αντίφωνο, που μ' έφερε κοντά στον ταπεινό του λόγο του και μ' έκανε να τον ξεχωρίσω, μέσα στην πληροφοριακή ζούγκλα της εποχής.

Πίσω στα δικά μας τώρα, θα γράψω με αφορμή δύο κείμενα που διάβασα στο τελευταίο ενημερωτικό e-mail του Αντίφωνου, με συναφή θεματολογία. Το ένα, βαρύ και ψαγμένο, φέρει τίτλο «Το πρόβλημα των θεμελιωδών αρχών των εμβίων όντων» κι είναι γραμμένο το 1998 από κάποιον Κώστα Ζάχο. Το άλλο, ειλικρινές μα αφελέστατο, τιτλοφορείται «Κύτταρα, έργα τέχνης και εξέλιξη: μια ατελής απόπειρα απολογητικής» και είναι κάποιου Αντώνιου Παπαγιάννη. Κι αυτά τα δύο μπολιασμένα - από σύμπτωση απρόσμενη - με το πρώτο επεισόδιο του νηφάλιου ντοκιμαντέρ "Why Are We Here" στο Curiosity Stream, για το οποίο ευχαριστώ τον καλό φίλο Δημήτρη. Πάμε, λοιπόν.

Το πρόβλημα των θεμελιωδών αρχών των εμβίων όντων.

Πρόβλημα με τις θεμελιώδεις αρχές δεν ξέρω αν υπάρχει, με το κείμενο του Κώστα Ζάχου ωστόσο... Μιλάει ο άνθρωπος και λέει, λέει, λέει, κοντεύει να καταλήξει περισσότερο πολυλογάς κι από μένα. Θα μπορούσε να πει τα ίδια πράγματα, με λόγια πολύ πιο απλά και κατανοητά, αυτός όμως όχι! Αισθάνεται ακαταπολέμητο το ζήλο να μας φορτώσει με όλη τη δυνατή βιβλιογραφία και τις παραπομπές. Κι ενώ δε μπορείς να μην του αναγνωρίσεις την αρετή της υπευθυνότητας, παρ' όλα αυτά δε γράφει και καμιά διατριβή για τη θέση του λέκτορα κι ίσως θα ήταν θεμιτό να θυσιάσει μέρος της "ακαδημαϊκότητας", προς όφελος της νοηματικής ροής. Πολύ περισσότερο, αυτός ο πληροφοριακός και αιτιολογικός λαβύρινθος, στον οποίο μας εισάγει, δίνει περισσότερο την εντύπωση ενός ανθρώπου, που ούτε κι ο ίδιος δεν έχει βγάλει άκρη, παρά προσπαθεί να τη βγάλει την ώρα που γράφει και συνάμα να μας πείσει κιόλας. Τέλος πάντων. Μάλλον κάνω λάθος, αλλά μπορεί και όχι.

( Παρένθεση. Με κάθε ευκαιρία τονίζω κι επαναλαμβάνω πως, φυσικά, ούτε σούπερ διαβασμένος είμαι, ούτε σε κάθε κείμενο κάθομαι να ξεψαχνίσω τη βιβλιογραφία του. Ωστόσο, όταν κανείς γράφει άρθρα οφείλει να στοιχειοθετήσει την ερμηνευτική και την επιχειρηματολογία του έτσι, ώστε να συμπυκνώνει με οικονομία και απλότητα όλα εκείνα, στα οποία ο ίδιος ο αρθρογράφος έχει - και καλά - εντρυφήσει. Οι προσεγγίσεις μου, λοιπόν, απευθύνονται περισσότερο στην επάρκεια ενός συγκεκριμένου κειμένου, παρά στην πραγματική διαμάχη των ιδεών, που μπορεί να συμβαίνει στους "ανώτερους" πνευματικούς κύκλους, όπου πολλά ζητήματα μπορεί να είναι ήδη λυμένα, εν αγνοία μου. Ως προς αυτό, οι μόνοι μου σύμμαχοι είναι ο χρόνος και η καλή διάθεση.)

Το κείμενο του Ζάχου έχει γραφτεί αρκετά παλιά, το 1998, τότε που ακόμα χρωστούσα καμιά δεκαριά μαθήματα για πτυχίο κι οι ανησυχίες περί Βιολογίας ήταν το τελευταίο πράγμα, που με απασχολούσε. Αν όντως, την εποχή εκείνη, επικρατούσε ένα τέτοιο αναγωγιστικό ή μηχανιστικό πνεύμα, τότε επί της ουσίας δεν έχω σε τίποτα να διαφωνήσω με τις ενστάσεις του γράφοντος. Έχοντας, επιπλέον, κατά νου και το ντοκιμαντέρ που αναφέρω στον πρόλογο, διαπιστώνω ότι ακόμα κι εν έτει 2017 η χαρά του Αναγωγισμού καλά κρατεί. Όπως, φυσικά, και οι ενιστάμενοι. Κάποιοι, ωστόσο, από τους τελευταίους - για παράδειγμα, εγώ :) - δεν εξισώνουμε τις ενστάσεις με την απόρριψη. Επισημαίνουμε τις αδυναμίες, τα κενά, κι ενώ ένα μέρος της καχυποψίας εδραιώνεται στα δεδομένα και την επιχειρηματολογία, ένα άλλο μέρος γαντζώνεται σε μία ασαφή, αντιδραστική διαίσθηση. Τώρα, παρ' ότι συμφωνώ με τον αντίλογο του Ζάχου, τα τελικά του συμπεράσματα θα με βρουν να τον κοιτάζω αμήχανα, με το μετέωρο βλέμμα της αγελάδας. Ξάφνου βρήκε το Θεό, απ' τη μιαν αράδα στην επόμενη κι από τη μια παράγραφο στην άλλη. Πώς γίνονται, ωρέ, τούτα τα θάματα; Μόνο ο Ζάχος ξέρει. 

Αναγωγισμός

Εδώ τώρα δε θα εξηγήσω τι είναι ο Αναγωγισμός, το κάνουν ένα σωρό ιστοσελίδες πολύ καλύτερα. Το πρόβλημα, όπως το αντιλαμβάνομαι προσωπικά, δεν είναι αν ο αναγωγισμός είναι τελικά έγκυρος, αλλά αν τα στοιχεία επαρκούν ώστε να αποφανθούμε υπέρ του. Με άλλα λόγια και άσχετα με τα υπαρξιακά συμπλέγματα του καθενός (εμού συμπεριλαμβανομένου), δε διακρίνω κανένα δεινό στο να είναι ή να ήταν ο Αναγωγισμός, όντως, αληθής. Ε και; Τι είχαμε, τι χάσαμε, τουλάχιστον, εμείς οι - ας το πούμε - άθεοι. Αλλά κάτι-κάτι μοιάζει να βρωμάει στην όλη υπόθεση. Κάποιο στοιχείο ζωτικής σημασίας είναι απόν, το αποτέλεσμα φαίνεται να μην πείθει.

Καταρχάς, όλες αυτές οι αιτιολογικές μεταβάσεις από τα διαδοχικά επιμέρους στο τελικό (;) όλον, μου φαίνονται ερμηνευτικά ακροβατικές και ανεπαρκείς. Αυτό δε σημαίνει, φυσικά, πως είναι αδύνατον να υπάρχουν άλλες αναγωγές επαρκέστερες, που προς το παρόν μας διαφεύγουν, ούτε πως θα μας διαφεύγουν στο διηνεκές. Αλλά μέχρι τότε, μέχρι δηλαδή η κατανόηση της πραγματικότητας να κατακτήσει ένα σκαλί ακόμα ή μια ολάκερη κλίμακα, τα χάσματα θα βρίσκονται εδώ και θα μας στοιχειώνουν. Να μην επεκταθώ περισσότερο. Για λεπτομέρειες διαβάστε το εν λόγω άρθρο ή κάτι παρεμφερές. Το ρεζουμέ; Ο αναγωγισμός απαιτεί ερμηνευτικά άλματα, για τα οποία όσο η επιστήμη δεν έχει επαρκή λόγο, θα παλινδρομούν ανάμεσα στην άδολη εικασία και τη μεταφυσική.

Το άλλο πρόβλημα - σε καμία περίπτωση δευτερεύον - που μ' ενοχλεί είναι αυτή η αλαζονεία να αναχθούν τα πάντα σε μια ύλη, η πραγματική φύση της οποίας εξακολουθεί να μας διαφεύγει. Σα να λέμε δε γνωρίζω τίποτα κι επιμένω να ανάγω τα πάντα σε αυτό! Ποια είναι η αληθινή φύση ενός ατόμου; ενός κουάρκ; ενός φωτονίου; Από ένα όριο κι εξής, όλοι μας οι θησαυροί εξαντλούνται σε πετυχημένα μοντέλα. Ξέρουμε να χειριζόμαστε τα σχοινιά μιας μαριονέτας με μεγάλη πιστότητα. Με τη διαφορά ότι, αυτή τη φορά, είναι η μαριονέτα πίσω από το παραβάν. Στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς χειριζόμαστε. Δίνουμε ονόματα δεξιά κι αριστερά, βαφτίζουμε τα φαινόμενα "μεσόνια" και "μποζόνια" και δε συμμαζεύεται, κι όλα αυτά μας δίνουν την ψευδαίσθηση πως ξέρουμε γιατί μιλούμε. Κι όμως, σε τόσα χρόνια σχολικών ή εκλαϊκευμένων ή οριακά πανεπιστημιακών αναγνωσμάτων, δεν έχω συναντήσει κανέναν με το φιλότιμο να μου ξεκαθαρίσει, καταρχήν, τέτοια θεμελιώδη ερωτήματα. Προφανώς, όχι από έλλειψη πρόθεσης. Μοντέλα, μπαλάκια ή πιθανοκρατούμενα νεφελώματα, παρομοιώσεις, μεταφορές, προσεγγίσεις ... ή κάποιος εκεί έξω μας δουλεύει ψιλό γαζί, για την αδαημοσύνη μας, ή όντως σκουντουφλάμε ακόμη στα βασικά.

Ποιος τολμά να περιγελάσει την πιθανότητα εκείνη, όλα τα περίτεχνα μαθηματικά μοντέλα μας να μην είναι παρά μια αυταπάτη, μια επαρκώς περίπλοκη πλάνη - αντίστοιχη των επίκυκλων του Πτολεμαίου, σε ανώτερο επίπεδο - η οποία περιμένει την επόμενη τεχνολογική επανάσταση, ικανή να ξεσκεπάσει τις παραφωνίες της; Η Φυσική μας τι άλλο κάνει παρά να ποσοτικοποιεί σχέσεις με τεράστια επιτυχία, όταν οι ποιότητες γλιστρούν σα χέλια; Πώς αλλιώς; όταν τα αισθητηριακά δεσμά κρατούν το είδος μας σε μια διαρκή τυφλότητα και το μόνο μας όπλο είναι η πεφωτισμένη εκείνη διαίσθηση ελάχιστων χαρισματικών ανθρώπων, που ξεφυτρώνουν μια χούφτα ανά αιώνα; Να εκλεπτύνεις την αφή στο έπακρο, δεν αρκεί, όταν για το φως σου απομένει μόνο να γράφεις ποιήματα, έστω και στην όμορφη γλώσσα των μαθηματικών.

Τι σημαίνει ότι τα πάντα ανάγονται σε μόρια, άτομα ή δεν ξερω-γω-τί; Δε μιλάω για το νόημα της ζωής, αναρωτιέμαι απλά τι νόημα έχει αυτή και μόνο η φράση, που προανέφερα. Είναι μια, σχεδόν, αυτοαναφορική μπαρούφα, που εξηγεί ότι κάτι ανάγεται σε κάτι άλλο, δίχως να έχει την παραμικρή ιδέα τι είναι πραγματικά εκείνο που ανάγεται και τι εκείνο στο οποίο ανάγεται. Η τεχνολογική πρόοδος βαθαίνει το βλέμμα, δίχως να βαθαίνει την κατανόηση. Αν το μόνο του εργαλείο ήταν ο καθρέφτης, τότε ο αναγωγιστής θ' αρκούνταν στη διαπίστωση ότι ο άνθρωπος είναι ένα κεφάλι με λαιμό, δυο χέρια, δυο πόδια κι ένα σώμα με ή χωρίς τσουτσούνι. Άμα τη εφευρέσει του νυστεριού και της ανατομίας, άρχισε να προσθέτει λεπτομέρειες στην αρχική εικόνα (πνεύμονες, καρδιές, στομάχια, εγκεφάλους, κ.τ.λ.) και να εμπλουτίζει την κατανόηση σε ανάλυση, σα να έκανε zoom-in, αλλά σε ουσία δεν προχώρησε ούτε βήμα: τι είναι τελικά ο άνθρωπος; Σήμερα, μιλάει για μόρια και πρωτεΐνες, για πυρήνες και κουάρκς, για θεωρίες χορδών και έντεκα διαστάσεις, αλλά το αρχικό ερώτημα παραμένει εξίσου σκοτεινό κι ανέγγιχτο: τι είναι τελικά ο άνθρωπος; Ή, για να μη μας πούνε γενετικούς ρατσιστές, τι είναι η ζωή, το σύμπαν και τα πάντα όλα;

Ας πούμε ότι ξέρουμε τι είναι τα μόρια κι όλες οι δυνατές μεταξύ τους σχέσεις. Η ζωή πως διάολο συνάγεται από όλα αυτά; Και η αυτοσυνείδηση; Από εικασίες, να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει. Από σταράτες και ντόμπρες απαντήσεις, όμως, κουβέντα. Κι από την άλλη, πάλι, πώς θα μπορούσε κανείς να μετρήσει τα βιώματα της κατάθλιψης, της προσφυγιάς, του χωρισμού, του θανάτου; Πώς ποσοτικοποιούνται όλα αυτά; Ακόμα κι αν μπορούσαμε ν' αντιγράψουμε τα συναισθήματα ενός ερωτευμένου, σε high fidelity και dolby surround, σε κάποιο εξελιγμένο νευρωνικό δίκτυο κι από 'κει να τα κοπιάρουμε copy-paste, σε όποιον πλήρωνε την ετήσια συνδρομή του, τι έχει να πει αυτό για την ποιότητα του βιώματος; Μπορούν οι χημικές αντιδράσεις να ενδοσκοπούν εαυτόν; Κι αν, τελικά, υπάρχει όντως ένα μέρος της ύπαρξης που δεν ποσοτικοποιείται, τι δουλειά έχει μ' αυτό ο ύπατος Ποσοτικοποιητής; Με ποιο φιλοσοφικό ή άλλο θράσος αποφαίνεται με τόση σιγουριά και τραχύτητα ο χασάπης της λογικής, όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω; Όπως έχω αναφέρει και σε άλλες αναρτήσεις, κανείς δε μπορεί να εμποδίσει κανέναν να ερευνά και να αποφαίνεται για όποιον τομέα του επιστητού κάνει κέφι. Όχι όμως δίχως την ταπεινότητα ή το θάρρος να παραδέχεται τα ενδογενή του όρια ή τις δυνατότητες. Η εμμονή των επιστημόνων σε διαισθήσεις του τύπου "Η Επιστήμη δεν έχει απαντήσει τα πάντα, αλλά έχει όλα τα απαραίτητα εφόδια κάποτε να το καταφέρει και, πολύ περισσότερο, είναι η μόνη που μπορεί" (Scientism) δεν είναι παρά κακή μεταφυσική απ' την ανάποδη: αν δε μπορείς να το αιτιολογήσεις, καλύτερα βούλωσέ το.

Πετάει ο γάιδαρος; Πετάει.

Μέχρι ενός σημείου, λοιπόν, ο Ζάχος αναπτύσσει αξιοπρεπέστατα τους συλλογισμούς του. Ως καλός πιστός, ωστόσο, κουβαλάει τη μεταφυσική μύγα, που τον κεντρίζει επίμονα και τσούζει. Ψάχνει ευκαιρία, σώνει και καλά, να στριμώξει κάπου το Θεό του, σε όλα αυτά. Και καλά θα έκανε, αν δεν ήταν αναγκασμένος, παρ' όλα αυτά, να πηδήξει σε εκβιασμένα συμπεράσματα, με μια ευκολία φαινομενικά παιδική - κι αν δεν είναι τέτοια, τότε αποτυγχάνει στις διατυπώσεις. Γράφει, για παράδειγμα, κάπου:

«Η δραστηριότητα που εμφανίζεται σε κάθε επίπεδο εμφανίζει δυικό χαρακτήρα, καθώς διεξάγεται αφενός μεν με βάση τους νόμους της φυσικοχημείας, αφ’ ετέρου απαιτεί την ύπαρξη μιας σχεδιάζουσας αρχής που βρίσκεται σε ένα άλλο επίπεδο.»

κι αλλού:

«Αυτό σημαίνει ότι οι δομές και οι κινήσεις που υπακούουν στους νόμους της φυσικοχημείας αποκτούν σημασία για τη δομή και τη φυσιολογία του εμβίου μόνον όταν εισέρχονται στο πεδίο της σημαντικής, όταν δηλαδή κωδικοποιούν ένα μήνυμα που φανερώνει το νόημά του μόνο με την αναφορά σε ένα άλλο επίπεδο που βρίσκεται πέραν των νόμων της φυσικοχημείας.»

και λίγο πιο κάτω:

«Αυτό σημαίνει ότι η ακολουθία των βάσεων είναι κατά κάποιο τρόπο εξωτερική του πεδίου των νόμων της φυσικοχημείας.»

Αυτά τα... διαγαλαξιακά άλματα - ακόμα κι αν έχουν βιβλιογραφική βάση που αγνοώ - ο Ζάχος δεν λαμβάνει τον κόπο να τα αποσαφηνίσει στο κείμενό του, με μια στοιχειώδη ανάπτυξη. Είτε γιατί θεωρεί ότι τα ανάπτυξε επαρκώς, είτε γιατί τα θεωρεί κοινή λογική και για την κουτσή Μαρία, είτε πάλι γιατί ούτε κι ο ίδιος καταλαβαίνει καλά-καλά τι γράφει. Έτσι, τα πάντα παραμένουν μετέωρα στο πουθενά της αγχωμένης πίστης. Για παράδειγμα, εκφράσεις του τύπου "σχεδιάζουσα αρχή" βγάζουν μάτι. Αυτές οι εκφραστικές πονηράδες δε λύνουν τα προβλήματα του αναγωγισμού, απλά τα ντριμπλάρουν. Πολύ περισσότερο, θα ήταν καλό να αποφεύγονται, καθώς δεν είναι διόλου ουδέτερες και για το λόγο αυτό εξαιρετικά επικίνδυνες. Υπονοούν, ξαφνικά κι επιπόλαια, την ύπαρξη ενός σχεδιαστή από το πουθενά, μιας συνείδησης δηλαδή που σχεδιάζει. Στην τελική, αποτελούν λήψη του ζητουμένου. Ο Ζάχος βέβαια πιστεύει κι ως εκ τούτου έχει λάβει τα ζητούμενά του, από καιρό. Αλλά το ζητούμενο στο κείμενο υποτάσσεται σε μια λογική δομή, που φιλοδοξεί να οδηγήσει στο Θεό με συνεπαγωγές κι όχι μ' επιφοιτήσεις. Εδώ αποτυγχάνει παταγωδώς.

Το άλλο πάλι, πως δηλαδή η κωδικοποίηση του μηνύματος από τη μία και η ακολουθία των βάσεων από την άλλη, αντανακλούν σε κάποιο άλλο επίπεδο, εξωτερικό των νόμων της φυσικοχημείας, αυτό πάλι δε μπορώ να καταλάβω σε ποιο ακριβώς σημείο των προηγούμενων "πατάει". Τα ίδια τα φυσικοχημικά πλαίσια είναι πολυ-επίπεδα από μόνα τους. Οποιαδήποτε χημική ενέργεια μπορεί να αναφέρεται ή να αποκτά "νόημα" σε ένα ανώτερο επίπεδο, δίχως να αποκλείεται η φυσικοχημικότητα του τελευταίου. Ας πούμε, το χλωριούχο νάτριο από μόνο του δεν είναι αλμυρό, δεν είναι ξινό, δεν είναι τίποτα. Η μετάφραση της αλμυρότητας γίνεται σε ένα άλλο επίπεδο - ανώτερο, κατώτερο, διαφορετικό, ό,τι προτιμάτε - που αφορά στην αλληλεπίδραση της μιας χημικής δομής, όπως το αλάτι, με μια άλλη δομή, όπως η γλώσσα - συνεκδοχικά, αν θέλετε, ολόκληρη η νευροφυσική αλυσίδα, ίσαμε τα μύχια κέντρα του εγκεφάλου. Γιατί, για παράδειγμα, δε μπορούμε να ξαναγράψουμε το πρώτο απόσπασμα του Ζάχου, ως εξής;

«Η δραστηριότητα που εμφανίζεται σε κάθε επίπεδο εμφανίζει δυικό χαρακτήρα, καθώς διεξάγεται αφενός μεν με βάση κάποιους νόμους της φυσικοχημείας, αφ’ ετέρου απαιτεί την ύπαρξη μιας σχεδιάζουσας αρχής (διατηρώ την έκφραση, για ευκολία) που βρίσκεται σε ένα άλλο φυσικοχημικό επίπεδο.»

Από πού συνάγεται, για παράδειγμα, πως η ακολουθία των βάσεων είναι εξωτερική του πεδίου των νόμων της φυσικοχημείας; Επειδή μεταφράζεται σε κάποιο συγκεκριμένο μήνυμα, υπερβαίνοντας (φαινομενικά) την τυχαιότητα; Εδώ είναι σα να μην έχουμε πάρει χαμπάρι από τους μηχανισμούς, που προτείνει η Βιολογία. Σα να λέμε, δηλαδή, πως η φυσικοχημεία αν αφηνόταν μόνη της θα δημιουργούσε σημεία και τέρατα, δίχως κανένα νόημα, αλλά το γεγονός πώς στα αποτελέσματά της υπάρχει κάποιο νόημα - φτιάχνεται, δηλαδή, μια συγκεκριμένη πρωτεΐνή ή ακόμα κι ένα ολόκληρο τσουτσούνι - αυτό θα απαιτούσε μια μετάφραση ή σχεδίαση σε ένα ανώτερο επίπεδο, εφόσον οι φυσικοί νόμοι είναι, από μόνοι τους, άλογοι και συνεπώς απρόθετοι. Όμως, η αλυσίδα του DNA δεν ξεφύτρωσε άπαξ και ως δια μαγείας, εν μία νυκτί, περιμένοντας έκτοτε σαν τη Σταχτοπούτα πότε θα καταφτάσει ο πρίγκιπας με το σωστό γοβάκι, για το σωστό πόδι. Πόδι και γοβάκι δημιουργήθηκαν μαζί, έτσι ώστε είναι λάθος να μιλούμε για πόδι και γοβάκι - παρά μόνο από μεθοδολογική ευκολία - όταν στην πραγματικότητα αυτό που υπάρχει είναι μια οντότητα: ποδογοβακική. Τα επιμέρους μόρια και το σε σχέση όλον αναπτύχθηκαν ταυτόχρονα, στα πλαίσια μιας "εξελικτικής" αντιδιαστολής και αλληλεπίδρασης. Δεν είναι η ακολουθία των βάσεων που αποκτά το νόημά της σε ένα άλλο επίπεδο μετάφρασης, εκτός της λογικής των σωμάτων. Αποκτά νόημα στο ίδιο επίπεδο με τα σώματα που χτίζει, στο βαθμό που χτίστηκαν μαζί σε διαρκή "συνεννοήση".

Η αντιδιαστολή ετούτη και η διαίρεση σε μέρη και σε ολότητες, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως είναι μόνο φαινομενική. Το επιμέρους και το όλον είναι διαχωρισμοί κυρίως ερμηνευτικοί, πολύ εξυπηρετικοί κάτω απ' το μικροσκόπιο, αλλά διόλου βολικοί όταν κανείς προσπαθεί να προσεγγίσει τη συνολική εικόνα. Όταν αποσπάς το μέρος απ' το όλον - για να το μελετήσεις - δεν είναι πια μέρος, αφού υπάρχει ερήμην του όλου ∙ είναι ένα νεκρό απόσπασμα ή αν θέλετε ένα μέρος μέρους. Αλλά κι όταν μελετάς το όλον, στην πράξη μελετάς ένα μέρος του όλου, την πιο πρόδηλη εκδήλωσή του. Όχι μόνο εξαιτίας μιας άγνοιας της ακριβούς αιτιότητας του όλου από τα μέρη, αλλά και γιατί το όλον είναι σε διάφορους βαθμούς μια αφαίρεση, που στηρίζεται στην αδυναμία της νόησης να εστιάζει ταυτόχρονα στο ασύλληπτο πλήθος των μερών και των αλληλεπιδράσεών τους. Σε κάποιο βαθμό, ο Ζάχος δεν τα προσπερνάει όλα ετούτα, ούτε τα αγνοεί. Κάπου μάλιστα, επιτιθέμενος στον Αναγωγισμό, ξεδιπλώνει παρόμοια νοήματα. Ωστόσο, ενώ τα εκμεταλλεύεται άριστα προκειμένου να αποδείξει αυτό που τον συμφέρει, τα αγνοεί επιδεικτικά όταν υπάρχει κίνδυνος να γυρίσουν μπούμερανγκ. Δεν του αποδίδω πρόθεση, παρά ημιμάθεια των βιολογικών μηχανισμών.

Έτσι, ενώ ο Ζάχος (και κάθε Ζάχος) κρίνει τα φαινόμενα εκ των υστέρων, παγιωμένα στο δεδομένο εξελικτικό τους στιγμιότυπο, ως τετελεσμένα γεγονότα - ωσάν δηλαδή να τα κατασκεύασε κανείς ως έχουν - η Βιολογία χτίζει τα φαινόμενα απ' τις απαρχές των πρώτων μοριακών δομών, μέχρι τη σημερινή πολυπλοκότητα, δίχως να φλερτάρει με αυθαίρετες υποθέσεις (*). Αυτό δε σημαίνει πως λύνει το πρόβλημα της ζωής, του σύμπαντος and everything. Πιθανόν, να μη το λύσει και ποτέ. Υπάρχει, πάντα, άπειρος χώρος για ν' αλωνίσουν, όχι ένας, αλλά όλοι οι θεοί και οι θεές, από καταβολής κόσμου. Ωστόσο, δίνει (η Βιολογία) μια πολύ καλή και φαινομενικά πειστική περιγραφή του τρόπου, με τον οποίο τα έμβια αναπτύχθηκαν ως στο σημερινό στάδιο, άπαξ και δημιουργήθηκε πια η ζωή. Αυτό σημαίνει ότι η θεωρία είναι πλήρης και αδιαμφισβήτη; Όχι. Απλά σημαίνει ότι είναι η μόνη θεωρία, που προς το παρόν λειτουργεί και υποστηρίζεται επαρκώς από τα δεδομένα και τα φαινόμενα. Για μένα προσωπικά, καλοδεχούμενη οποιαδήποτε εναλλακτική και οποιαδήποτε πρόκληση. Αλλά εναλλακτική με κότσια, τέτοια ώστε να μην πολεμάει την απορριπτέα μεταφυσικότητα των επιστημονικών αξιωμάτων με μεγαλύτερη και περισσότερη μεταφυσική, αλλά με μια λογική ακολουθία η οποία θα είναι δυνατόν να μεταλαμπαδεύεται από άνθρωπο σε άνθρωπο, εργαστήριο σε εργαστήριο, γενιά σε γενιά. Γιατί, διαφορετικά, θα λέει ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του κι άκρη δε θα βγάζουμε.

(*) Το "αυθαίρετες" εδώ σηκώνει, προφανώς, μεγάλη συζήτηση και, δικαίως, θα έβρισκε πολλούς αντιρρησίες. Ωστόσο, οι υποθέσεις των φυσικών επιστημών δεν είναι δόγματα με θρησκευτική εσάνς. Είναι υπό μια έννοια αυθαίρετες, αλλά πάντα μέσα στα αυστηρά πλαίσια της επαγωγικής λογικής, της μελέτης του φυσικού κόσμου και της συσσώρευσης μετρήσιμων δεδομένων. Πολλοί επιστήμονες ενοχλούνται μ' εκείνο το "Θεωρία" στη Θεωρία της Εξέλιξης, ωστόσο όσο η επιστημονική κοινότητα διατηρεί τον όρο, η βαρύτητα της λέξης θα φανερώνει με κάθε τιμιότητα και τα όριά της.

Κύτταρα, έργα τέχνης και εξέλιξη.

Όσον αφορά στο δεύτερο κείμενο, γράφει κάποιος Αντώνης Παπαγιάννης, ο οποίος αν και ιατρός-πνευμονολόγος φαίνεται να 'χε μαζέψει πολλές απουσίες στο μάθημα της Βιολογίας. Μα πώς; Ούτε στο σχολείο, ούτε στο πανεπιστήμιο, ούτε στην ειδικότητα, ούτε πουθενά; Τι διάολο; Ο άνθρωπος αυτός έγινε γιατρός δίχως να πάρει πρέφα από Εξέλιξη, Φυσική Επιλογή και μηχανισμούς Συσσώρευσης; Αυτό δεν είναι, απαραίτητα, ειρωνικό. Προσωπικά, τελείωσα τη Μαθηματική Σχολή, δίχως να έχω πάρει πρέφα από αληθινά Μαθηματικά και τη φιλοσοφία τους: ήμουν ένας βόθρος τεχνικής, μεθοδολογίας και απομνημόνευσης, δίχως την παραμικρή κριτική ικανότητα ή εμβάθυνση. Μισή ντροπή δική μου, μισή ντροπή του Πανεπιστημίου και της αδιαφορίας των διδασκόντων. Ας αφήσουμε, όμως, τα ευτελή ad hominem κι ας προχωρήσουμε προς την ουσία.

Σε κάποιο σημείο, λοιπόν, γράφει ο συνονόματος, παίρνοντας ως αφετηρία την πορεία της ανθρώπινης γνώσης:

«Η μετάβαση από ένα στάδιο γνώσης σε άλλο δεν έγινε τυχαία. [ ... ] Το οικοδόμημα της γνώσης έγινε με αναλυτική εκτίμηση των προηγουμένων δεδομένων και σχηματισμό υποθέσεων για τα επόμενα λογικά βήματα, που στη συνέχεια επιχειρήθηκαν με προσεκτικά σχεδιασμένα πειράματα και μελέτες. [ ... ] θα ακουγόταν τελείως παράλογο αν κανείς ισχυριζόταν ότι όλες αυτές οι επιμέρους γνώσεις αποτελούν προϊόν μιας απόλυτα τυχαίας εξέλιξης στη σκέψη, χωρίς κανενός είδους σχεδιασμό και επιμέλεια. Τότε όμως γιατί η εξέλιξη στον φυσικό κόσμο (που λογικά κανείς δεν αρνείται) δεν θα πρέπει να υπακούει σε κάποιο οδηγό πρόσταγμα ή σχέδιο»;

Εδώ δεν πρόκειται για λογικό άλμα, αλλά για το παντελώς άσχετο. Φαίνεται ότι στους ανθρώπους με ίκτερο κιτρινίζει το δέρμα τους. Τότε γιατί και οι μπανάνες ή τα λεμόνια να μην έχουν βλάβη στο συκώτι; Ποιος; Τι; Και λέω εγώ, από την άλλη: «Και γιατί, παρακαλώ, θα 'πρεπε η εξέλιξη να υπακούει σε κάποιο σχέδιο»; Να πιάσουμε τα πιο απλά: η φαινομενική τελειότητα και αρμονία είναι μόνο φαινομενική. Η φύση βρίθει από ατέλειες, απερισκεψίες και παραλογισμούς. Ποιος Δημιουργός, για παράδειγμα, με σώας τας φρένας, θα σχεδίαζε πλάσματα που τρέφονται με τις σάρκες άλλων πλασμάτων, τα οποία δε γουστάρουν και τόσο τη φάση; Ποιος θα σχεδίαζε πλάσματα με ένστικτο αυτοσυντήρησης τα οποία... πεθαίνουν; Ποιος θα σχεδίαζε σκωληκοειδείς αποφύσεις, κόκκυγες και λαρυγγικά νεύρα που παλινδρομούν, αν είχε στοιχειώδη ιδέα του τι στα κομμάτια θέλει να κατασκευάσει, ακριβώς; Τα συνταιριάσματα των όντων, παρ' ότι καθόλα θαυμαστά, απέχουν πολύ απ' το να χαρακτηριστούν τέλεια ή άριστα σχεδιασμένα, παρά μόνο στα μάτια του αδαούς ή του ημιμαθούς, ο οποίος πλατσουρίζει στα ρηχά.

Η Βιολόγοι τα έχουν κουβεντιάσει αυτά από δεκαετίες. Ο Παπαγιάννης πιάνει το τελειωμένο κύτταρο και μένει με το στόμα ανοιχτό - απολύτως λογικό, αφού πρόκειται όντως για έναν θαυμαστό μηχανισμό. Εκεί, ωστόσο, που ο ίδιος βλέπει θεούς και σχεδιαστήρια, άλλοι άνθρωποι διακρίνουν, νηφαλιότερα, έναν απρόσωπο μηχανισμό που επιτελεί ακριβώς την ίδια δουλειά και μάλιστα δίχως προπατορικά αμαρτήματα και άλλες αηδίες. Ο μηχανισμός της συσσώρευσης, που προτείνουν οι Βιολόγοι, αντικαθιστά τα απιθανικομύρια νούμερα του Παπαγιάννη για το σχηματισμό ενός "έτοιμου" κυττάρου, ενός πλήρους οργάνου ή πλάσματος, με μια συνεχή ακολουθία πολύ μικρότερων βημάτων, τα οποία είναι περισσότερο πιθανά να συμβούν, έκαστο. Αντί για τεράστια σχεδιαστικά άλματα, η Φύση προτιμά τις ελάχιστα-μικρές ωθήσεις, μέσα σε μια νοηματική τυφλότητα και χωρίς άλλη κατεύθυνση, πέραν της ολοένα αυξημένης πολυπλοκότητας. Αναμασώντας ελεύθερα από βιβλίο του Dawkins (επειδή το 'χω πρόχειρο κι όχι γιατί είμαι γραμμένος σε κανά Dawkins Fan Club) : αν τα πράγματα ήταν έτσι στ' αλήθεια, τότε όσον αφορά στην εξέλιξη κάποιου οργάνου, όπως πχ. στον οφθαλμό, θα έπρεπε να συναντούμε στη φύση ένα σωρό περιπτώσεις οφθαλμών σε διάφορα στάδια τελείωσης, όλη δηλαδή τη γκάμα, από άχρηστους έως και εξαιρετικούς. Και, πράγματι, αυτό ακριβώς συμβαίνει κι αυτό ακριβώς παρατηρούν και καταγράφουν οι σπουδαγμένοι, μελετώντας το ζωικό βασίλειο και τ' απολιθώματα.

Σε άλλο σημείο, διαβάζουμε:

«Δύσκολο να προσπαθήσεις να μεταπείσεις όσους οχυρώνονται πίσω από την δική τους οπτική γωνία και αρνούνται να δεχθούν οποιεσδήποτε προεκτάσεις πέρα από το δικό τους νοητικό ‘ταμπούρι’.»

Εδώ θα συμφωνήσω, απόλυτα, με τον Παπαγιάννη. Οι τίμιοι συνομιλητές δεν οχυρώνονται ούτε σε ταμπούρια, ούτε σε κιβούρια, καθώς η αναζήτηση της αλήθειας (μιας όποιας) δεν είναι ούτε πόλεμος, που προσπαθεί ο ένας νους να εκμηδενίσει τον άλλο, ούτε όμως και δικαστήριο, που προσπαθεί κανείς να πείσει κανέναν. Η πειθώ δεν αρμόζει εδώ. Αυτό που αρμόζει είναι η διαρκής ανάλυση και αποσαφήνιση των επιχειρημάτων της κάθε πλευράς, ώστε να συζητηθεί η πληρότητα και η συνέπειά τους, τόσο εσωτερικά (με τον εαυτό τους), όσο και εξωτερικά με τα φαινόμενα. Ο στόχος είναι κοινός. Αν κάποιος "πείθεται" ή όχι είναι δικό του πρόβλημα. Το φλέγον θέμα είναι να καταλάβει ο ένας τι ακριβώς του προτείνει ο άλλος. Η Βιολογία, με όλα τα κενά και τις ατέλειες που μπορεί κανείς να της καταλογίσει, προτείνει κάτι πολύ συγκεκριμένο, ώστε ακόμα κι ένας αρνητής της, αν μελετήσει επαρκώς, του δίνεται απλόχερα η δυνατότητα να την κατανοήσει σε βάθος κι αν το επιθυμεί ακόμα (και το μπορεί) να την απορρίψει με αντίστοιχα επιχειρήματα. Από την άλλη, οι ενστάσεις και αντιπροτάσεις των θρησκευομένων, όταν εφαρμόζονται στο επίπεδο της λογικής επιχειρηματολογίας είναι συνήθως ισχνές κι αδύναμες, αποκαλύπτοντας μια κακομασημένη γνώση των επιστημονικών μηχανισμών, όταν δε εφαρμόζονται στο επίπεδο της μεταφυσικής - το συχνότερο και ύστατο καταφύγιο - αδυνατούν να κοινωνήσουν μια κάποιαν αλήθεια στον άλλο, αφού στην τελική αν κάπως προσεγγίζονται τα θεία είναι μόνο βιωματικά και μετά το χάος.

Τελικά, το άρθρο κλείνει ως εξής:

«Ωστόσο, ας κλείσω τον συλλογισμό με μια ρητορική ερώτηση: κανείς από τους ακροατές της δεν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η 9η Συμφωνία απλώς ‘συνέβη’, κανείς από τους επισκέπτες του Λούβρου δεν αρνείται ότι υπήρξε δημιουργικό χέρι πίσω από τη ‘Μόνα Λίζα’, κανείς από τους ιστορικούς της τέχνης δεν ισχυρίζεται ότι η ‘μπλε περίοδος’ του Πικάσσο εξελίχθηκε σε κυβισμό αυτόματα και μόνο με το πέρασμα του χρόνου, χωρίς τη βούληση του ζωγράφου. Με ποια λογική ο άπειρος κόσμος γύρω μας (και ο πιο άπειρος κόσμος μέσα μας) απλώς,  εντελώς τυχαία και απολύτως απρογραμμάτιστα, ‘έγινε’ όπως τον βλέπουμε;»

Και με πια λογική να συμβαίνει το αντίθετο; Οι ασυναρτησίες του Παπαγιάννη είναι αυτό ακριβώς: ασυνάρτητες. Δεν είναι τα πάντα άνθρωπος, γύρω μας. Έτσι ο άπειρος κόσμος δεν έχει καμία λογική υποχρέωση ή σκορδοκαΐλα να συμπεριφέρεται κατ' εικόνα κι ομοίωση με πεντεδέκα άτριχες μαϊμούδες, που μόλις κατάφεραν να ψελλίσουν "μπανάνα" στην άκρη ενός Γαλαξία, άρχιζαν να γεμίζουν τον κόσμο με τα περιττώματά τους. Στο κάτω-κάτω, έτσι ακριβώς: ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει την τάση να μαρσάρει, να σπινιάρει και στο τέλος σα μπουλντόζα, να παίρνει σβάρνα και να φτιάχνει παντού ανθρώπους κι ανθρώπινα. Σε ποια ακριβώς έκφανση της ζωής, ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν προβάλει τον εαυτό του - συμμετρίες, αισθήματα, ιδεολογίες - εισπράττοντας τις αντανακλάσεις των αντικειμένων, βρωμισμένες από τα ποδάρια του; Στα φυσικά φαινόμενα φτιάχνει θεούς, στα σύννεφα φτιάχνει δράκους, στις σκιές σιχαμερά τέρατα, στους μύθους και στα ποιήματα τα ζώα μιλούν, στα βράχια της Ικαρίας βλέπει Ινδιάνους, στα φυτά αναγνωρίζει επιθυμίες ("η γαρδένια μου διψάει"), στα εσωτερικά όργανα επίσης ("το στομάχι μου θέλει φαί"), στα κύτταρα βλέπει σχέδια και σχεδιαστές, στα σαρκοφάγα ζώα βλέπει μοχθηρία και στα χορτοφάγα πραότητα και καλοσύνη και πάει λέγοντας - είναι μια λίστα ατελείωτη, όσο κι ο ανθρώπινος πολιτισμός. Ο μεγαλύτερος φόβος του σύγχρονου Ανθρωπολόγου, όταν μελετάει τη συμπεριφορά και τα συναισθήματα των θηλαστικών, είναι να μη γίνει ρεζίλι και περίγελως, κάνοντας το λάθος να τους αποδώσει ανθρώπινες ιδιότητες. Ετούτη η ανθρωποποιητική ορμή και κλίση του Ανθρώπου δεν είναι καθόλου αστεία ή φευγαλέα: είναι μέρος της φύσης του είδους, είναι "καλωδιωμένη" στη νευροφυσιολογία του.

Όπως, λοιπόν, στη θέα ενός φυτού που μαραζώνει, ο λαϊκός-καθημερινός νους προβάλει στο φυτό μιαν επιθυμία (την επιθυμία για νερό), αντί για έναν φυσικό μηχανισμό, έτσι κι ο γεμάτος προθέσεις και σχέδια εγκέφαλος αντανακλά τον εαυτό του σε οτιδήποτε δίνει την υποψία απομάκρυνσης από την αταξία και την τυχαιότητα: πέτρες που κόβουν βόλτες στην Κοιλάδα του Θανάτου της Καλιφόρνια, μικρά πράσινα ανθρωπάκια στα σήματα του πρώτου Pulsar, θέλημα του Θεού οι μοναδικοί επιζώντες ναυσιπλοϊκών ή αεροπορικών τραγωδιών, τα λόγια του Αλλάχ στα σπλάχνα μιας ντομάτας, σε τελική ανάλυση, ένα μεγαλειώδες, θεϊκό σχέδιο, αποκαλυμμένο σε ολάκερη την πλάση. Αλλά, όπως αντίστοιχα η αδυναμία της όρασης δεν συνεπάγεται την ανυπαρξία ενός αντικειμένου ή μιας ιδιότητας, έτσι αντιδιαμετρικά η οπτική επικύρωση δε συνεπάγεται την ύπαρξη. Διαφορετικά, θα νομίσαμε ακόμη ότι ο Ήλιος περιστρέφεται γύρω απ' τη Γη.

Επίλογος

Κλείνοντας, επαναλαμβάνομαι. Η Βιολογία προτείνει ένα μηχανισμό, στην ουσία του απλό, λειτουργικό κι επιβεβαιωμένο από (ή αν θέλετε καλύτερα "συμβατό με") χίλια-μύρια παραδείγματα. Η Θρησκεία προτείνει ένα "μηχανισμό", ο οποίος όταν δεν τρέχει να μπαλώσει με μεταφυσικά ράκη τα κενά και τα περιθώρια της επιστήμης, εξαντλείται σε μια ελάχιστη ομάδα ανθρώπων, μια σταγόνα δηλαδή στον ωκεανό, οι οποίοι από μόνοι τους διατείνονται διάφορες βιωματικές αποκαλύψεις, ξένες και απροσπέλαστες στον υπόλοιπο κόσμο. Κείμενα, όπως τα δύο προηγούμενα, είναι ξεκάθαρα γραμμένα από πιστούς για πιστούς. Εκείνο στο οποίο στοχεύουν δεν είναι να πείσουν με λογικά επιχειρήματα, αφού ετούτα είναι το τελευταίο πράγμα που έχει ανάγκη ένας πιστός ή που τον απασχολεί. Στην πραγματικότητα, στοχεύουν στο να καταπραΰνουν τις αμφιβολίες της "ψυχής" κάτω απ' την πίεση των επιστημονικών κατακτήσεων και ν' αμβλύνουν το φόβο, μήπως χαθεί η χριστιανική γη κάτω απ' τα πόδια τους. Για τις ανάγκες αυτές, αλλά και γι' άλλους λόγους, είναι που στα κείμενα του είδους υπάρχει σχεδόν πάντοτε εκείνη η παράγραφος-σήμα κατατεθέν, η οποία εκτελεί το καθιερωμένο άλμα πίστης, καταστρέφει τη φυσική ροή της επιχειρηματολογίας κι εκτοξεύεται στον έβδομο ουρανό. Απέναντι στα αδιέξοδα της λογικής, ο πιστός δε μπορεί να βάλει μια παύση και ν' αναστοχαστεί. Σαν τα μικρά παιδιά, ντε και καλά, απαιτεί μιαν απάντηση και την απαιτεί εδώ και τώρα! Κάθε θρησκευτικό κείμενο, που σέβεται τον εαυτό του, θα πρέπει να συνιστά έναν ισοδύναμο αναγραμματισμό του Συμβόλου της Πίστεως. Δε μπορεί να λείπει ποτέ η τυπική κατάληξη-καραμέλα. Από το πουθενά εισάγεται ο "Λόγος", ο "Νους", η "Σχεδιάζουσα αρχή" κι ένα σωρό αυθαιρεσίες, οι οποίες ασχέτως αν έχουν ή δεν έχουν βάση, τουλάχιστον στην παρούσα κουβέντα δε θα 'πρεπε να έχουν θέση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: