Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2017

Για τους Ιβάν του κόσμου ...

Στις πλοκές και της περιπλοκές του μυθιστορήματος "Αδερφοί Καραμάζοφ", θα συναντήσει κανείς τον αδερφό Ιβάν. Ο Ιβάν είναι ο άνθρωπος, ο οποίος - όμοια μ' ένα σωρό από μας - λυγίζει δίχως επιστροφή, κάτω απ' την άρρητη φρίκη των δεινών της ύπαρξης. Ο Θεός της Αγάπης έχει - στα μάτια του - τα λάθος μέτρα, ίδιο σεντόνι του Χαλεπά. Όπως δηλαδή το θέλει ο θρύλος, να εξαντλείται νωρίτερα απ' το σώμα. Οι πτυχώσεις χάσκουν ορθάνοιχτες στα τέρατα. Πάντα η ανθρωπότητα θα περισσεύει, μ' όποιο μέτρο κι αν την περιφράξεις. Μπροστά στον παραλογισμό αυτό, βάζει ο Ντοστογιέβσκη τον Ιβάν να διακηρύττει πως, του Θεού εκλιπόντος, τα πάντα επιτρέπονται - ως κι η ανθρωποφαγία. Η φράση ετούτη (διάσημη μέχρι τα όρια του τετριμμένου), μέσα στα πλαίσια του έργου, ειπωμένη από ένα χαρακτήρα με την ιδιοσυγκρασία του Ιβάν, κυλάει μεστή κι αβίαστη, σα γλυκόπιοτο φαρμάκι. Δε πέφτουν πυροτεχνήματα, ούτε σαλπίζουν Χερουβείμ. Οι επικές φαντασιώσεις, σαλονάτης και αστικής ενδοσκόπησης, είναι παντελώς ξένες με το πνεύμα του Φιόντορ. Όταν διαβάζεις τις φρενήρεις εξομολογήσεις των ηρώων του, γίνονται μέσα στη λάσπη και τη βουή των ανθρώπινων και όχι πάνω σε μοκέτες. Για τον αστό, όταν ο θεός εξαφανίζεται ή πεθαίνει, εκείνο το "όλα επιτρέπονται" μεταφράζεται σε καθαρά προσωπικό πανικό, δηλαδή φτάνει μόνο για το πετσί του: δεν υπάρχει κανείς να προστατέψει τον ίδιο ή την περιουσία του. Η πόνος του Ιβάν δεν έχει καμία σχέση με την παχυδερμική κρούστα των βολεμένων. Όταν η ψυχή του γονατίζει κατάκοπη, εξασθενημένη, είναι γιατί μαστίζεται απ' τον άμετρο και αμέτρητο πόνο των πλασμάτων, γύρω του, παντελώς αδιάφορη για την προσωπική της μοίρα. Το «Όλα επιτρέπονται», για τον Ιβάν, δε μεταφράζεται σε «Όλα μπορούν να μου τύχουν, μόλις στρίψω στη γωνία», παρά σημαίνει «Τίποτα μα τίποτα δεν υπάρχει στη γης ετούτη τέτοιο, που να μπορεί να αναχαιτίσει ή να αιτιολογήσει τις ορδές της βίας, που καταδιώκουν κι αφανίζουν τη ζωή κι ό,τι αγνό απομένει» . Ετούτος ο παραλογισμός δεν είναι φιλοσοφική περικοκλάδα. Είναι πραγματική κόλαση τέτοιας ισχύος και όγκου, ώστε ο νους αδυνατεί να διαχειριστεί. Η κατάθλιψη, η τρέλα, η αυτοκτονία, είναι όλα τίμιες αποκρίσεις, με τις οποίες κάθε ευαίσθητη καρδιά έχει φλερτάρει ή έχει συνάψει σχέσεις κάποτε.

Όταν λοιπόν διαβάζεις Ντοστογιέβσκη, καταλαβαίνεις πολύ καλά πως εκείνη την ώρα δε χαζολογάς σε προμενάδες και βεράντες, παρά σε πιάνει (ο συγγραφέας) και σε βάζει ν' αναρριχηθείς σ' ανηφοριές και κακοτόπια, να σου κόβεται η ανάσα. Όμως η παρέα είναι εκλεκτή τόσο, ώστε διόλου δε νοιάζεσαι. Κι ίσως το ακριβώς αντίθετο, απ' ότι θα φοβόταν κανείς, νιώθεις τα πόδια σου απαλλαγμένα ∙ σχεδόν μετεωρίζεσαι πάνω στη ροή του λόγου. Το 'χε αυτό, ο συγχωρεμένος, να εκμαιεύει απ' την ψυχή σου ό,τι πιο πυκνό σε μάζα, αφήνοντάς την φωτεινότερη κι αλαφρωμένη.

Ωστόσο, εκείνο που ποτέ δεν κατάλαβα είναι γιατί τόσος ντόρος για τη φράση αυτή. Εννοώ, γιατί τόσος ντόρος φιλοσοφικός. Λες και, ξαφνικά, ανακαλύψαμε την τηγανητή πατάτα. Ναι λοιπόν, αν ο Θεός δεν είναι, τότε τα πάντα επιτρέπονται. Ή μήπως όχι;

1.

Στην προηγούμενη φράση, θα μπορούσε κάλλιστα ν' αποκριθεί κανείς, αντί του «Ή μήπως όχι;» ένα αφελές κι αυθόρμητο «Ε και;». Γιατί, αρχικά και προτού μπλεχτούμε σε τίποτα δαιδαλώδεις φλυαρίες, θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε αν τώρα που δεν επιτρέπονται (και καλά) τα πάντα, είναι ο κόσμος μας τόσο γαμάτος, ηθικός κι αγγελικά πλασμένος. Είναι αστεία και μόνο η υποψία συζήτησης, γύρω απ' το θέμα. Ποτέ και κανείς Θεός δεν απέτρεψε τον άνθρωπο απ' το έγκλημα. Αν τα πάντα επιτρέπονταν ή όχι, ετούτα είναι ανησυχίες των αδαών, των μικρόψυχων, των φοβισμένων: στην πραγματικότητα, τα πάντα ήδη γίνονταν (και γίνονται), με Θεό ή άνευ. Για τους βουτηγμένους, μια ζωή, μέσα στο βόθρο, αν το καζανάκι δουλεύει ρολόι, χάλασε ή ουδέποτε υπήρξε, είναι ανησυχίες δίχως νόημα και δίχως όφελος.

Είναι φανερό ότι, ένα σωρό πιστοί, θεωρούν πως δίχως τη ζεστή αγκαλιά ενός ουράνιου Πατέρα, ο κόσμος θα ήταν κατά πολύ χειρότερος, παραδομένος στο χάος και την αναρχία. Περίπου όπως είναι τώρα, δηλαδή. Οι νόες αυτοί, μέσα στην παραζάλη τους, υποτιμούν τον Άνθρωπο περισσότερο κι απ' όσο θα ευχόταν ο χειρότερος μισάνθρωπος. Ο τελευταίος δε θεωρεί, απαραίτητα, πως μέσα στις μάζες των ανθρώπων στέρεψαν οι δυνατοί κι οι άξιοι. Μα πώς να τους ψάξεις με το φανάρι του Διογένη, σωστή βελόνα στ' άχυρα; Η πληθικότητά τους ζήτημα ν' αρκούσε για μια κωμόπολη, πλάι στις πολύβουες μητροπόλεις των αδαών, των άχρηστων και των βαρβάρων. Ο μισάνθρωπος θεωρεί τον Άνθρωπο ικανό για τα μεγαλύτερα έργα και, ίσα-ίσα, είναι αυτή η διαρκής απογοήτευση, που τον καταπίνει αργά, σαν κινούμενη άμμος. Εκείνος, ωστόσο, που θεωρεί το Θεό μοναδική πηγή ηθικής και καλοσύνης, εξισώνει τον Άνθρωπο με το ηθικό τίποτα. Αποστερεί την ανθρωπότητα κι απ' την ελάχιστη ικανότητα, άρα από κάθε ελπίδα. Στην καλύτερη, τη θεωρεί πλασμένη μόνο για το κακό, αν δηλαδή αφηνόταν να σταθεί στα πόδια της. Μ' αυτόν τον τρόπο, απομένουμε άχθος αρούρης και παράσιτα, δίχως την παραμικρή αυτόφωτη αρετή. Καταστροφικοί και φονικοί, αμαθείς κι ανώριμοι, άβουλοι και παθητικοί, λεροί και απεχθείς, ανίκανοι και οκνηροί: ούτε ο ικανότερος μισάνθρωπος δε θα μπορούσε να φανταστεί τον άνθρωπο χειρότερο, απ' ότι τον πλάθει στη φαντασία του ο τρομοκρατημένος πιστός.

Όμως, ετούτος ο τελευταίος, κατεργάρης και υποκριτής ως συνήθως, δε φοβάται διόλου μήπως ανοίξουν οι ασκοί του Αιόλου της ανομίας, αφού το ξέρει πολύ καλά πως το έγκλημα δε γεννήθηκε χτες. Οι αμαρτωλοί αέρηδες καλά φυσούν, μες στις οδούς και τις λεωφόρους των ανθρώπων. Μα είναι κάτι άλλο: είναι που λυσσά μέσα του η απωθημένη μιζέρια, η οργή, για όλες τις ηθικές στερήσεις που επέβαλε στον εαυτό του - όταν οι άλλοι γύρω του γλεντοκοπούσαν τη σάρκα και τις ανέσεις - κι οι οποίες τώρα απομένουν κενό γράμμα, δίχως την παραμικρή ανταμοιβή στη μετέπειτα ζωή - ή έστω μια καλύτερη σύνταξη. Τσάμπα νηστείες, φιλανθρωπίες, έρανοι. Τσάμπα οι προσευχές πάνω απ' τον άρτον ημών τον επιούσιον, οι εξομολογήσεις και οι θείες κοινωνίες, οι αγουροξυπνημένες λειτουργίες κι οι τόνοι τα μπαγιάτικα αντίδωρα. Τσάμπα το αγαπητικό προσωπείο, που μια ζωή αναγκαζόταν να φοράει, για να καλύπτει τη ζηλόφθονη ανυπομονησία του για τα ουράνια (ή, ακόμα καλύτερα, τα επίγεια) ανταλλάγματα. Ο καλός πιστούλης δε φοβάται το φονιά, τώρα χωρίς Θεό, περισσότερο απ' όσο πριν, αφού ο φονιάς ήταν από πάντα. Φοβάται ότι ο φονιάς πέρναγε τόσον καιρό καλύτερα απ' τον ίδιο και, μάλλον, καλύτερα θα συνεχίζει να περνάει. Κι είναι πια πολύ δειλός, για να πιάσει τη ζωή στα χέρια του. Έμεινε αδειανός και μόνος, εφόσον η λίγη μάζα που του προσέδιδε η πίστη ήτανε δανεική και κάλπικη.

Φυσικά, δεν είναι όλοι οι πιστοί εικόνα και ομοίωση του υποκριτή, όπως δεν είναι γενικά ο κόσμος. Αλλά διόλου δεν οφείλεται στη θρησκεία, η όμορφη ετούτη πλευρά τους. Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι - πιστεύουν δεν πιστεύουν - δεν είναι καλοί γιατί τους αποτρέπουν απ' την πτώση κάποιες ηθικές οδηγίες ή γιατί τους παρακινούν στα ύψη κάποιες άλλες. Η όποια καλοσύνη είναι, το πιθανότερο, προϋπάρχουσα και οφειλόμενη σε άλλες αιτίες, παρά θεολογικές. Μπορεί απλά να σ' αγαπούσαν οι γονείς σου. Αλλά συμβαίνει συχνά - θες από συνήθεια, κατήχηση, μίμηση, οικειότητα - κάποιοι να διακρίνουν την αντανάκλαση της δικής τους ψυχής, μέσα στα καλειδοσκοπικά κηρύγματα των "πατέρων", παρά το αντίθετο: πως δηλαδή τα κηρύγματα αντανακλούν στην ψυχή τους κάτι νέο, εμφυσώντας την αγάπη εκεί που πριν απλώνονταν κρανίου τόποι.

Παρ' όλα αυτά, οι άνθρωποι - λες κι από κανέναν άγραφο νόμο - πάντοτε προτιμούσαν περισσότερο τις ενοχές και τις μετάνοιες για ένα έγκλημα, που αφέθηκαν να διαπράξουν, παρά τ' απωθημένα μιας αβίωτης αμαρτίας. Ετούτο το "όλα επιτρέπονται", αν εξαιρέσεις τις ευαίσθητες ψυχές, ηχεί σαν την πλέον κοινότοπη κοινοτοπία, αν αφουγκραστείς πίσω απ' τις κλειστές πόρτες των σπιτιών ή περπατήσεις στις σκοτεινές παρόδους των λεωφόρων. Ο Θεός πάντως δεν είναι εκεί. Κι αν κάτι συγκρατεί τους ανθρώπους, που 'χουν στο νου τους το κακό, είναι περισσότερο μια φυσική δειλία κι ο φόβος για τις κοσμικές επιπτώσεις, παρά η Κόλαση ή ό,τι άλλο εξαγοράζεται πανεύκολα, με συγχωροχάρτια και γερές μετάνοιες, στο παρά πέντε. Οι άνθρωποι ετούτοι είναι τόσο καθωσπρέπει, όσο περίπου οι θρασύδειλες ύαινες που κάνουν την πάπια, όσο γλεντούν οι λέοντες, μα σαν απομακρυνθούν οι τελευταίοι, ορμούν στ' απομεινάρια σωστές λυσσάρες. Για τους δυνατούς - πιστούς ή μη - τα επιτρεπτά και τα απαγορευμένα ήτανε πάντα αντικείμενα σοφιστικής ή δικολαβικής διαχείρησης, ειδικά για όσους ήταν διατεθειμένοι να χώσουν το χέρι, αρκετά βαθιά στην τσέπη. Τους φτωχούς, ωστόσο κι ως γνωστόν, πάντα τους παίρνει ο διάολος - ειδικά εκείνους με την αγνότερη καρδιά.

2.

Μια δεύτερη ανάγνωση της ίδιας φράσης, θα μπορούσε να μας δημιουργήσει επιπλέον ενστάσεις: να επιτρέπονται (ηθικά) τα πάντα, σημαίνει πως όλα τελικά πραγματώνονται; κι αν ναι, πραγματώνονται με τρόπο ισοδύναμο; Στο κάτω-κάτω, κανείς δεν είναι ικανός για τα πάντα, αλλά και γι' αυτά που είναι ικανός, πάλι, δεν είναι ικανός την κάθε στιγμή. Κι ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν αποτελεί παρηγοριά. Πρακτικά, εκείνο που φοβόμαστε είναι ότι πάντα θα υπάρχει κάπου, κάποιος άνθρωπος ικανός για κάτι (ενν. κακό). Ούτε μας ενδιαφέρει εκείνο το "ουδείς εκών κακός", παρά μονάχα το αποτέλεσμα: τι σημασία έχει, με άλλα λόγια, αν ο δολοφόνος μπήγει το μαχαίρι στο στήθος μου από άγνοια, παρεξήγηση ή υπερβολική δόση ναρκωτικών; Τη φράση "όλα επιτρέπονται" δεν την απασχολούν τα κίνητρα και οι βαθύτερες αιτίες. Κι ωστόσο, το σημείο αυτό ακριβώς είναι που, λανθάνον πίσω απ' τις τετριμμένες διατυπώσεις, έχει τη μέγιστη σημασία. Αυτό μας καίει: μέσα στη θεϊκή μας πλέον ορφάνια, μέσα στις απεριόριστες πιθανότητες, ποιος είναι ο αδελφός μου, η αδελφή, ποιοι είναι τελικά όλοι αυτοί οι περίεργοι τύποι γύρω μου, με τους οποίους είμαι καταδικασμένος να περάσω το υπόλοιπο της μεταφυσικής μου μοναξιάς; Κι αν είναι ικανοί για τα χειρότερα κακά, τότε γιατί δεν είμαι κι εγώ εξίσου; Κι αντιστρόφως, αν θεωρώ εαυτόν αγνό και μετρημένο, γιατί να μην είναι κι εκείνοι εξίσου;

Ας πούμε τώρα, πως οι άνθρωποι είναι ικανοί για τα πάντα. Είναι ικανοί, ωστόσο, στον ίδιο ισοδύναμο βαθμό για τα μέγιστα και τα ελάχιστα; Είναι δηλαδή το ίδιο πιθανό να μ' αφαιρέσουνε το πορτοφόλι ή να μ' αφαιρέσουν τη ζωή; Όπως είδαμε - και σαν συνέχεια των προηγούμενων σκέψεων - ο άνθρωπος, που ήταν διατεθειμένος για το κακό, ποτέ δε βρήκε στη θρησκεία οποιοδήποτε εμπόδιο. Κατά κανόνα, όμως, οι περισσότεροι άνθρωποι αφήνονται στα μικρότερα κακά, παρά στα μέγιστα. Ζουν σύμφωνοι με τις καθημερινές τους παρορμήσεις, οι οποίες όταν δεν αλλοτριώνονται από το καταναλωτισμό και το φασισμό των μαζών, είναι απλές κι ευλογημένες απ' τη φύση: γουστάρουν να τρώνε, να πίνουν, να καυλώνουν, να κουβεντιάζουν, να σκαλίζουν τον κόσμο γύρω τους. Αν δεν τους πάρεις από μικρούς να τους περάσεις μια γερή πλύση εγκεφάλου, το τελευταίο πράγμα που επιθυμούν τα πλήθη είναι να τριγυρνούν με μαχαίρια και τουφέκια, λεηλατώντας, λιντσάροντας και βιάζοντας. Οι άνθρωποι στα καθημερινά τους βασανίζονται, κυρίως, από μικροσκοπικά, ηθικά διλήμματα: θα κλέψουν έναν αναπτήρα ή μια συσκευασία μερέντα, θα περάσουν με πορτοκαλί ή θα σου πάρουν τη σειρά στο ΙΚΑ, θα πουν ψέμματα για να μείνουν μια καθημερινή στο κρεβάτι, θα μετακινήσουν το φράκτη ένα μέτρο προς την ξένη αυλή, θ' αντιγράψουν στις εξετάσεις, θα γλυκοκοιτάξουν τη γυναίκα του γείτονα την ώρα που απλώνει. Όλα ετούτα είναι που κάνουν τους εαυτούς μας χαζοβιόληδες, πικάντικους και χωρατατζήδες. Δεν είναι τίποτα εγκλήματα της προκοπής κι έτσι κανείς δε νιώθει τίποτα ενοχές της προκοπής.

Μα για τα σοβαρά, τη βία δηλαδή και το φόνο - γιατί τι άλλο σοβαρό υπάρχει πραγματικά στον κόσμο; - αν οι άνθρωποι είχαν μια φυσική ροπή, προς τούτα, η ανθρωπότητα θα είχε αφανιστεί, πολύ νωρίτερα από την εμφάνιση των πρώτων θρησκειών και της οργανωμένης ηθικής, σε κώδικες και αηδίες. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δε συνέβη. Οι πρωτόγονοι καταλάβαιναν πολύ καλά τα όρια της δράσης τους, γιατί ο αυθόρμητος κι ανεπεξέργαστος ψυχισμός τους ήταν σύμφωνος με τα μέτρα της φύσης, στην οποία κοινωνούσαν κι όχι σύμφωνος με τα μέτρα μιας φοβικής σύλληψης, μιας ιδέας έξω από αυτή. Οι αρχαίοι Έλληνες ήξεραν πολύ καλά, όταν θεωρούσαν δυνάμεις στις οποίες υποτάσσονταν κι οι ίδιοι οι θεοί, δηλαδή οι νοητικές τους συλλήψεις. Αναγνώριζαν και τιμούσαν έναν πυρήνα της ύπαρξης, μια δικαιοσύνη ή μια ισορροπία αν το θέτε, ενυπάρχουσα στον κόσμο και όχι επιβαλλόμενη απ' τα τερτίπια μιας συνείδησης, όσο ανώτερης κι αν ήταν.

Η εβραϊκή ηθική της Παλαιάς Διαθήκης είναι ό,τι πιο σιχαμερό ηθικά. Αν πεις σε κάποιον « Ξέρεις Μανώλη, δε σε συμφέρει να σκοτώσεις το γείτονα, γιατί μετά θα πλακώσει ο γιος ή ο αδερφός του να γυρέψουν εκδίκηση και θα σε πάρει ο διάολος (μεταφορικά) », ο Μανώλης θα το καταλάβει πολύ καλά και θα κανονίσει την πορεία του. Αν πάλι του πεις « Ξέρεις Μανώλη, δε σε συμφέρει να σκοτώσεις το γείτονά σου, γιατί άμα πεθάνεις θα πας στην Κόλαση », τότε αν ο Μανώλης είναι κανάς αλαφροΐσκιωτος θα χεστεί πάνω του, αν όμως είναι κάνας άνθρωπος καπάτσος θα σε γράψει στα παλιά παπούτσα του και θα πληρώσει τον πρώτο σφαγέα του υποκόσμου, να κάνει τη βρωμοδουλειά για λογαριασμό του, όταν ο ίδιος θα κυκλοφορεί στην κυριακάτικη λειτουργία με λουστρίνια. Στην πραγματικότητα, όμως, επειδή προφανώς ούτε κι εκείνοι οι Εβραίοι δεν είχαν υπομονή ή κανά καημό για τη θεϊκή δικαιοσύνη, γέμιζαν τον κόρφο τους με κοτρόνια κι έπαιρναν το νόμο, κυριολεκτικά, στα χέρια τους.

Καθώς προχωράει η κουβέντα, αχνοφαίνονται σιγά-σιγά κι οι πρώτες υποψίες μήπως τα πράγματα είναι, τελικά, χειρότερα μ' ένα Θεό που επιβάλλει μονοπωλιακά τι επιτρέπεται, τι όχι, παρά να τ' ανακάλυπτε κανείς μονάχος του.

3.

Το ερώτημα "τι επιτρέπεται, τι όχι;" είναι από μόνο του ύποπτο. Προϋποθέτει, από τη μία, ένα δάχτυλο που υποδεικνύει και, από την άλλη, έναν αυχένα που κάμπτεται. Αλλά η κάμψη ετούτη δεν έχει καμία σχέση με την υγιή ταπεινοφροσύνη, δηλαδή να 'ναι κανείς σύμμετρος με τη φύση του, να μην είναι αλαζόνας. Η κάμψη ετούτη είναι εκείνη της δουλοπρέπειας, του παιδιού που πρέπει να το βουλώνει δίχως να παίρνει απάντηση, υποταγμένο στη γονεϊκή εξουσία και πίσω από τ' άλλοθι μιας δήθεν αγάπης. Τελικά, τα πάντα "επιτρέπονται", ακριβώς επειδή υπάρχει Θεός, δηλαδή κάποιος ν' αποφασίζει τι επιτρέπεται και τι όχι. Μα είναι τόσο μακριά, απ' τη θεολογία της ελεύθερης βούλησης και της προσωπικής ωρίμανσης, ετούτη η καταφυγή σε ηθικά δόγματα και διδασκαλίες, ώστε μένει κανείς ν' απορεί από τι ακριβώς συνίσταται η χριστιανική διδασκαλία. Φυσικά, δε χρειάζονται τέτοια καλούπια οι σκεπτόμενοι, είτε με το νου, είτε με την καρδιά. Αν ο Θεός είναι κι αν μας έχει, όντως, προικίσει με κάποιες αράδες κώδικα, τότε θα τις βρούμε υφασμένες βαθιά, μέσα στα ίδια μας τα σωθικά και δεν είναι χρεία, για πιστούς και μη, να προστρέχουν σε ρασοφόρους Μωυσήδες ή στον καδή της γειτονιάς.

Να είναι κανείς ηθικός είναι ισοδύναμο με το να έχει κανείς αυτοσυνείδηση. Από εκεί ξεκινούν κι ίσως εκεί τα πάντα καταλήγουν. Είναι η ελάχιστη εκείνη συνθήκη, η οποία εξασφαλίζει - η μάλλον επιβάλλει από την ίδια τη φυσική κατασκευή - τη δυνατότητα (και μοναδικότητα) της επίγνωσης. Αρκεί μια φορά αθωότητας κι η αθωότητα, έπειτα, καταρρέει. Η πράξη γίνεται γνώση, γνώση κι οι συνέπειες της πράξης. Οι πρωτόπλαστοι εκδιώκονται απ' τον παράδειδο, δεν υπάρχει δρόμος του γυρισμού. Η γνώση ετούτη είναι και η μοίρα του Ανθρώπου. Ακόμα και σ' εκείνους που παραδέρνουν, εν βρασμώ ψυχής, κάποτε οι τρικυμίες καταλαγιάζουν και τα συντρίμια, τ' άψυχα κορμιά, ξεβράζονται στις όχθες τις συνείδησης αναπόδραστα κι εκκωφαντικά. Απ' την αφετηρία ετούτη λογιάζω εγώ τον ηθικό άνθρωπο - τον ηθικό με τη φιλοσοφική έννοια κι όχι απαραίτητα τον καλόν.

Ας αφήσουμε στην άκρη τις νευρο-παθολογικές περιπτώσεις. Όταν το νήπιο μαθαίνει στο πετσί του την υπαρκτική ισχύ της ηδονής ή του πόνου, τα πάντα γίνονται ενστικτωδώς ως δράση και αντίδραση, με την ευθύτητα και την τιμιότητα ενός ζώου. Κάποτε, ο παιδικός νους συνδέει συνειδητά πια την ηδονή ή τον πόνο με τις απτές τους αιτίες, τις οποίες αποζητά ή αποφεύγει, στα πλαίσια ενός (φαντάζομαι πρωτόλειου) εσωτερικού διαλόγου. Κι έπειτα, φτάνει η στιγμή, που αναγνωρίζει το φαινότυπο των ίδιων αισθημάτων στα πρόσωπα απέναντί του (ανθρώπους, πλάσματα). Η ευχαρίστηση ή ο πόνος ενός άλλου παιδιού δρα αστραπιαία, κινητοποιεί τα συγγενή βιώματα. Το παιδί νιώθει θλίψη ή τρόμο, απέναντι σ' ένα παιδί που νιώθει θλίψη ή τρόμο. Χαρά απέναντι στη χαρά. Στο στάδιο αυτό, ο λιλιπούτειος ανθρωπάκος διαισθάνεται πως δεν είναι μόνο οι άλλοι καθρέφτες του εαυτού του, αλλά είναι κι ο ίδιος καθρέφτης, όπου αντανακλούν οι άλλοι. Εκτός κι αν οι "καγαθοί" γονείς του διδάξουν διαφορετικά: τα ζώα δεν έχουν ψυχή, τα αραπάκια και τα γυφτάκια είναι κατώτερα και βρωμιάρικα, το ξύλο βγήκε απ' τον παράδεισο και άλλα τέτοια όμορφα.

Μ' αυτά και μ' εκείνα, κάποτε αποκτάς συνείδηση της δύναμης να γίνεσαι ο ίδιος η αιτία. Χτυπάς ένα παιδί και κλαίει, πατάς ένα μυρμήγκι και δεν είναι πια, είσαι καλό παιδί και παίρνεις ένα παγωτό δώρο. Μπαίνεις, σιγά σιγά, στο παιχνίδι όχι πλέον σαν παθητικός παρατηρητής, μα ως δράστης. Μέρα με την ημέρα, μορφοποιείται μες στο παιδί η ανθρώπινη φύση: σχεδόν κάθε δράση είναι και μια απόφαση. Αυτό δεν υπήρχε νωρίτερα. Όσο μεγαλώνεις πυκνώνουν οι αποφάσεις κι αραιώνουν οι αμοραλιστικές ενορμήσεις του αδαούς, η ζωή γίνεται πια ηθικός στίβος. Είναι φαντάζομαι ξεκάθαρο, πως με τον όρο "ηθικός" εδώ, δεν εννοώ σε καμία περίπτωση τίποτα μανιχαϊστικές καλοσύνες και κακοσύνες. Εννοώ τον άνθρωπο που πρέπει ν' αποφασίσει, εν γνώση. Τελεία. Αυτή είναι όλη η ηθική που μας χρειάζεται, για να χτίσουμε κοινωνίες κι όχι κατηχητήρια. Η φιλοσοφία και όχι οι ηθικοί κώδικες είναι η μοίρα του ανθρώπου. Ηθικούς κώδικες έχει κι ο υπόκοσμος.

4.

Ο καλοπροαίρετος Ιβάν απελπίζεται για τις μοίρες των αδύναμων, μέσα σ' έναν κόσμο δίχως κανένα μέτρο. Όμως ο κόσμος στερείται του μέτρου, γιατί παρέδωσε τις μετρήσεις υπεργολαβία στους Θεούς κι έμεινε με τη λογιστική και τη μπακαλική, να ζυγίζει τις χρυσές του λίρες. Άμα δεν πιάσεις στα χέρια σου σταθμά και μέτρα, να νιώσεις με τις γνήσεις αισθήσεις σου τα σχήματα, το βάρος, τις μάζες, πώς περιμένεις να πορευτείς στον κόσμο συνεπής και δίκαιος; Θα σε πιάνουνε χαϊβάνι οι παπάδες, θα σε πιάνουνε κι οι παπατζήδες. Ή θα γίνεις παπάς ο ίδιος, δηλαδή εξουσία. Βλέπεις η ηθική που παραδίδεται σε πλάκες ετοιματζίδικες δημιουργεί τους καλύτερους δούλους (ή τους καλύτερους αφέντες). Επιβάλλεται, δίχως να κατανοείται. Φοριέται, δηλαδή, σαν ξένο ρούχο, ώστε να 'σαι ασορτί με την αρρώστια που σε περιβάλλει. Σφραγίζει τους νοητικούς ορίζοντες, τιμωρώντας την αμφιβολία αν όχι δια ροπάλου, με κάτι χειρότερο: φορτώνεσαι όλη την ενοχικότητα και την ψυχοπαθολογία του φταίστη δίχως φταίξιμο, να την κουβαλάς εφ' όρου ζωής. Αυτές οι θρησκείες βολεύονται να κατασκευάζουν σωρηδόν ενόχους, παρά ανθρώπους σοβαρούς κι ελεύθερους.

Η γνήσια ηθική, ωστόσο, δεν προσφέρει βεβαιότητες. Πλάθεται εν τω γίγνεσθαι κι έτσι δεν εφησυχάζεται σε γεύματα προτηγανισμένα, απαιτεί εγρήγορση και υπευθυνότητα. Απαιτεί άτομα, που συναισθάνονται τη βαρύτητα των πράξεων και των αιτιών τους. Κι αν οι συνέπειες αρέσκονται στις ομίχλες και τα μισοσκόταδα, ο ηθικός άνθρωπος κοιτάζει την άβυσσο, που λένε, ίσα πέρα. Πιο σωστό είναι να πούμε ότι κοιτάζει τον αδερφό του κατάματα, δίχως να σκύψει, μα δίχως και να σηκώσει το κεφάλι. Κι αν είναι χρεία του προσφέρει το ξίφος του, από τη μεριά της λαβής. Όλα ετούτα δεν έχουν ανάγκη να γίνει λόγος για σωστό και λάθος, αγοαθοεργίες κι αμαρτήματα. Ένα μόνο: έπραξα ετούτο ή το άλλο, με το μυαλό και το χέρι ταυτισμένα σε μια ουσία, κι αν αστόχησα ή έπεσα διάνα, δικές μου είναι οι ευθύνες και οι συνέπειες δικές μου. Τι επιτρέπεται, τι όχι, δεν είμαι εγώ το μέτρο ως άτομο, γιατί τότε θα πήγαινε και το ήθος μου με τους ανέμους, αλλά είμαι εγώ το μέτρο ως Άνθρωπος. Στο βάθος αυτό, η ηθική υπονοεί μια σταθερή σχέση: αναγνωρίζω τον εαυτό μου πρωτίστως ως μέλος μιας κοινότητας. Αν βάλω την ηθική ψηλότερα απ' την κοινότητα, με το Θεό μεσάζοντα, θα πιάνω να μιλώ με σύννεφα, θα χαθεί η κοινότητα απ' τη ματιά μου. Αν όμως αναγνωρίσω ξανά, στους ανθρώπους γύρω μου, τους αδερφούς που μου στέρησε η ψωροπερηφάνεια και η μαμόθρεψη των γονιών, η μισαλλοδοξία και το σκουπιδαριό της κοινωνίας, κι εναποθέσω τον εαυτό μου στα χέρια τους, όπως κρατώ κι εκείνους στα δικά μου, τα χέρια μας θα γίνουν το κοινό μέτρο, που γυρεύουμε. Όχι για να χαράσσουν αιώνιους νόμους στις κοτρόνες, προοικονομώντας τους αυριανούς νόμιμους φόνους. Μα για να παλεύουν, ν' αγκαλιάζουν, να χτίζουν, να μιλούν τη γλώσσα των χεριών κι όχι μια γλώσσα ξένη, ουρανοκατέβατη, σαν καρπαζιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: